Η οσία Μελάνη

η Ρωμαία

31η Δεκεμβρίου

Έζησε στα χρόνια που βασιλιάς ήταν ο Ονώριος, ο δεύτερος γιος του Μεγάλου Θεοδοσίου. Έλαβε χριστιανική ανατροφή και μεγάλωσε με την επιθυμία να αφιερωθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου. Οι γονείς της όμως, ευγενείς και πλούσιοι, την πάντρεψαν σε μικρή ηλικία. Εκείνη υποχώρησε, για να μην τους στενοχωρήσει και απέκτησε δύο παιδιά. Όμως, μεγάλες δοκιμασίες την περίμεναν. Τη μητρική της καρδιά σπάραξε ο θάνατος των δύο παιδιών της, όταν εκείνα ήταν ακόμη μικρά. Μετά από λίγο και εντελώς ξαφνικά, πέθανε ο σύζυγός της. Και για να γεμίσει το πικρό ποτήρι της λύπης, χάνει και τους γονείς της. Κατ’ άλλους, δεν πέθανε ο σύζυγος, αλλά αναφέρεται ότι ζήτησε από αυτόν να ζήσουν χωριστά και αποσύρθηκε σε εξοχικό κτήμα. Οι στιγμές που περνούσε ήταν πολύ δύσκολες. Το μόνο που την παρηγορούσε ήταν ο λόγος του Θεού: «τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες» (προς Ρωμ. ιβ΄12). Δηλαδή, η ακλόνητη ελπίδα σας στα μέλλοντα αγαθά να σας γεμίζει χαρά και να σας ενισχύει, για να δείχνετε υπομονή στη θλίψη. Και να επιμένετε στην προσευχή, συνεχίζει ο λόγος του Θεού, από την οποία θα λαμβάνετε σπουδαία βοήθεια στις δύσκολες περιστάσεις της ζωής σας. Έτσι και η Μελάνη, αδιάφορη για τις κοσμικές απολαύσεις, αποσύρθηκε σε ένα εξοχικό κτήμα της, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη και στην προσευχή, αλλά και στη φροντίδα των συνανθρώπων της. Διέθεσε όλη της την περιουσία για την ανακούφιση των φτωχών και των ασθενών και αποφάσισε να εισέλθει σε μοναστήρι. Εκεί καλλιγραφούσε ιερά βιβλία και τα έδινε να τα διαβάζουν οι πιστοί. Αφού επισκέφτηκε πολλούς τόπους βοηθώντας τους πάσχοντες, κατέληξε στην Ιερουσαλήμ σε μεγάλη ηλικία. Συγκέντρωσε κοντά της πολλές παρθένες, τις οποίες καθοδηγούσε στο δρόμο της αρετής. Πέθανε από χρόνια πλευρίτιδα.

Ἀπολυτίκιον

Καταυγασθεῖσα τὴν ψυχὴν φρυκτωρίαις τοῦ ἀναλάμψαντος ἡμῖν ἐκ Παρθένου, ἐν ἀρεταῖς διέλαμψας πανεύφημε. Πλοῦτον γὰρ σκορπίσασα ἐπὶ γῆς ἐφθαρμένον, ἐναπεθησαύρισας τὸν οὐράνιον πλοῦτον καὶ ἐν ἀσκήσει ἔλαμψας φαιδρῶς. Ὅθεν, Μελανή, σὲ πόθῳ γεραίρομεν.