Ο όσιος Λουκάς

εν Στειρίω (896-953 μ.Χ.)

7η Φεβρουαρίου

Είναι ο ιδρυτής της περιώνυμης βυζαντινής Μονής της Βοιωτίας που φέρει το όνομά του. Γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στα Σάλωνα (Άμφισσα) της Φωκίδας, όπου οι γονείς του, Στέφανος και Ευφροσύνη, είχαν καταφύγει από την Αίγινα, επειδή δεν μπορούσαν να υποφέρουν τις συχνές επιδρομές των Αγαρηνών. Εκεί αγόρασαν χωράφια και έβοσκαν ζώα. Το παιδάκι τους, αφού φοίτησε στο σχολείο, το χρησιμοποίησαν στη φύλαξη των ζώων τους. Ο μικρός Λουκάς, ενώ έβοσκε τα ζώα, συγχρόνως εντρυφούσε σε κάποιο θρησκευτικό βιβλίο. Από μικρός έδειχνε βαθύ σεβασμό προς τη χριστιανική πίστη και ασκούσε επίπονα το σώμα του και την ψυχή του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, συγκινητικότατη ήταν η φροντίδα του για την παρηγοριά της μητέρας του. Όταν δε πέθανε και αυτή, τότε μοίρασε όλα τα υπάρχοντά τους στους φτωχούς και έστησε μια καλύβα στους πρόποδες ενός βουνού κοντά στη θάλασσα. Όταν όμως εισέβαλαν οι Βούλγαροι στην κεντρική Ελλάδα, ο Λουκάς κατέφυγε στην Πελοπόννησο, όπου με τα θαύματά του θεράπευσε πολλούς ανθρώπους. Επανήλθε στη Φωκίδα το 927 μ.Χ. και εγκαταστάθηκε οριστικά στο όρος Στείριον, κοντά στην ομώνυμη σημερινή κοινότητα της επαρχίας Λειβαδιάς, όπου συνέχισε το λαμπρό ασκητικό του βίο για μια επταετία. Ο Λουκάς υπήρξε ένας από τους αντιπροσώπους του μοναστικού βίου στην Ελλάδα. Απεβίωσε το 953 μ.Χ., αφού προείδε το θάνατό του.

Η Μονή του Οσίου Λουκά του Στειριώτη άρχισε να οικοδομείται από το έτος 942 μ.Χ. με τη συνδρομή του βυζαντινού στρατηγού Κρηνίτη. Ο ίδιος ο Όσιος ίδρυσε ναό της Αγίας Βαρβάρας. Ο ναός του Οσίου Λουκά είναι κτίσμα μεγαλοπρεπές, αληθινά αυτοκρατορικό. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ρωμανός ο Β΄ έστειλε τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη και οικονομική ενίσχυση για την ίδρυση του Καθολικού της Μονής από ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Λουκά, ο οποίος προφητικώς προείπε ότι στις ημέρες του θα απελευθερωνόταν η αραβοκρατούμενη Κρήτη.

Περισσότερα...

H καταγωγή της οικογένειας του οσίου Λουκά, του ιδρυτή της Μονής, ήταν από την Αίγινα. Για το φόβο όμως των Σαρακηνών οι πρόγονοί του εγκαταστάθηκαν στα παράλια της Φωκίδας, κοντά στους πρόποδες του όρους του Ιωάννου ή Ιωαννίτζη ή, όπως το λένε σήμερα οι Δεσφινιώτες, Γιαννιμάκι. Για τον ίδιο όμως λόγο έφυγαν και από ‘κεί και πήγαν στο Καστόριον, το σημερινό Καστρί. Όπως είναι γνωστό, εκεί ήταν οι Δελφοί, ο ιερός δηλαδή χώρος του θεού Απόλλωνα με το περίφημο Μαντείο της Πυθίας. Εκεί γεννήθηκε ο Λουκάς τον Ιούλιο του 896 μ.Χ. Ήταν το τρίτο από τα επτά παιδιά του Στέφανου και της Ευφροσύνης. Από μικρός έδειχνε μεγάλη κλίση για τον ασκητικό βίο και περνούσε τις ώρες του με συνεχή προσευχή.

Το 910 μ.Χ., σε ηλικία 14 ετών, ακολούθησε δύο μοναχούς στην Αθήνα. Στην εκκλησία της Παναγίας της Αθηνιώτισσας, που τότε ήταν πάνω στην Ακρόπολη ή, όπως λένε άλλοι, στο μοναστήρι της Μεγάλης Παναγίας, το σημερινό Μοναστηράκι, ο Λουκάς έγινε μοναχός.

Πιθανόν να έμεινε για λίγο σ’ ένα ασκητήριο στην πλαγιά του Υμηττού, όπου σήμερα είναι η Μονή του Αστερίου, Ασκητήριο Λουκά από του Στειρίου – Αστερίου, κατά κάποια εκδοχή. Με τις πολλές όμως παρακλήσεις της μητέρας του ξαναγύρισε στο Καστόριο. Μετά από λίγους μήνες πήγε να ασκητέψει στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε επτά χρόνια, κοντά σ’ ένα μικρό εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, Κοσμά και Δαμιανού. Από δύο μοναχούς που πέρασαν από ‘κεί πηγαίνοντας στη Ρώμη, πήρε το μέγα αγγελικόν σχήμα, έγινε δηλαδή μεγαλόσχημος.

Για να αποφύγει τις βαρβαρικές επιδρομές, πήγε στο Ζεμενό της Κορινθίας, όπου έμεινε κοντά σε έναν ασκητή – στυλίτη 10 χρόνια. Το 927 μ.Χ., σε ηλικία 31 ετών, γύρισε και πάλι στο Γιαννιμάκι, όπου έμεινε 12 χρόνια. Από ‘κεί πήγε στο Καλάμι, ένα ωραίο και δροσερό μέρος, με νερό, ανατολικά της Αντίκυρας (σήμερα λέγεται Ζάλτσα). Μετά όμως από 3 χρόνια, για να σωθεί από τις επιδρομές των Τούρκων, κατέφυγε στον Αμπελώνα, ένα έρημo ξερονήσι, όπου έμεινε 3 χρόνια. Εκεί πήγαν οι Στειριώτες και τον έπεισαν να έρθει κοντά στο χωριό τους.

Το 946 μ.Χ., όταν ο όσιος Λουκάς ήταν περίπου 49 ετών, εγκαταστάθηκε στην καταπράσινη και μαγευτική θέση, όπου σήμερα είναι το μοναστήρι του. Έκτισε το κελλί του, ένα εκκλησάκι για να προσεύχεται και έφτιαξε έναν ωραίο κήπο, όπου καλλιεργούσε τα χορταρικά του. Η φήμη του τράβηξε εκεί και άλλους ασκητές, όπως τον Γρηγόριο, τον Παγκράτιο, τον Θεοδόσιο. Μαζί τους και με την οικονομική βοήθεια πολλών θαυμαστών του, στρατηγών και άλλων αξιωματούχων του Κράτους, άρχισε την οικοδόμηση της εκκλησίας της Αγίας Βαρβάρας. Δεν πρόλαβε όμως να την τελειώσει.

Το Νοέμβριο του 952 μ.Χ. πρόβλεψε το θάνατό του και στις 7 Φεβρουαρίου του 953 μ.Χ. εγκατέλειψε την επίγεια ζωή. Έζησε 56 έτη, 7 μήνες και 8 μέρες. Ο μαθητής του Γρηγόριος τον έθαψε μέσα στο κελλί του. Μετά το θάνατό του, η φήμη ότι τα λείψανά του ήταν θαυματουργά έκανε πλήθος πιστών να συρρέουν στο μοναστήρι για να θεραπευθούν και τα αρχικά κτίσματα έδωσαν τη θέση τους σε μνημειωδέστερα κτίρια.

Ύστερα από 2 χρόνια, το 955 μ.Χ., οι συνασκητές και μαθητές του γιόρτασαν για πρώτη φορά τη μνήμη της Κοίμησής του. Ο όσιος Λουκάς, εκτός από την αυστηρή ασκητική ζωή που έκανε, την ταπεινοφροσύνη του, την αγάπη του για όλους τους ανθρώπους, την απέραντη φιλανθρωπία του, την ακλόνητη πίστη του στον Χριστό και γενικά την ευσέβειά του, είχε μεγάλη θαυματουργική και θεραπευτική δύναμη. Άπειρα είναι τα θαύματα που έκανε στη ζωή του. Αλλά και μετά το θάνατό του εκατοντάδες και χιλιάδες ασθενείς έρχονταν ως προσκυνητές και ικέτες στον τάφο του, από τον οποίο ανέβλυζε μύρο και έβρισκαν τη θεραπεία τους. Αλλά εκτός από τ’ άλλα, ο Όσιος είχε και προφητική ικανότητα. Πολλά γεγονότα είχε προβλέψει, όπως την επιδρομή των Βουλγάρων, την απελευθέρωση της Κρήτης από την κατοχή των Αράβων, το θάνατό του κ.λ.π. Δικαιολογημένη, λοιπόν, ήταν η εκτίμηση και η αγάπη που είχαν γι’ αυτόν όλοι οι χριστιανοί. Η απελευθέρωση μάλιστα της Κρήτης, την οποία είχε προβλέψει το 942 μ.Χ. και η οποία πραγματοποιήθηκε μερικά χρόνια αργότερα, το 961 μ.Χ. από το Νικηφόρο Φωκά, συνετέλεσε στο να αυξηθεί ο σεβασμός προς τη μνήμη του σ’ όλη τη χριστιανοσύνη και ιδιαιτέρως στη βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Πλούσιες δωρεές στέλνονταν στη Μονή τακτικά. Έτσι, όχι μόνο τελείωσε η εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, η οποία σήμερα είναι αφιερωμένη στη Θεοτόκο, αλλά ύστερα από λίγα χρόνια, το 1011 μ.Χ., κτίστηκε και ο δεύτερος, ο μεγάλος ναός, το Καθολικό, από τον ηγούμενο Φιλόθεο και τους συνασκητές του Γαβριήλ, Γρηγόριο, Πέτρο κ.ά.

Η εκκλησία αυτή αφιερώθηκε στον όσιο Λουκά και μέσα σ’ αυτήν τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του. Το μοναστήρι είχε πολλές ατυχίες και πέρασε μεγάλες δυσκολίες. Στη φραγκική κατοχή το 1204 μ.Χ. έπαθε ζημιές και έχασε πολλά από τα πολύτιμα κειμήλιά του και τα πλούτη του. Το ιερό λείψανο του οσίου Λουκά σήμερα βρίσκεται στο μοναστήρι, όπου έφτασε το 1986 από τη Βενετία, και δεκάδες επισκέπτες από την Ελλάδα, και όχι μόνο, εισρέουν καθημερινά για να το προσκυνήσουν.

Η κοίμησή του εορτάζεται στις 7 Φεβρουαρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 3 Μαΐου.