Οι άγιοι 7 ιερομάρτυρες της Χερσώνας

 

Εφραίμ, Βασιλεύς, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος

7η Μαρτίου

Έζησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, όταν η μεν Εκκλησία άπλωνε θριαμβευτικότερα τις κατακτήσεις της, η δε ειδωλολατρία ετοίμαζε λυσσώδη πάλη για να την εξοντώσει. Όλοι στάλθηκαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων, εκτός από τον Καπίτωνα ο οποίος στάλθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο, σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου.

Από αυτούς τους Ιερομάρτυρες οι δύο πρώτοι, ο Εφραίμ και ο Βασιλεύς, ανήκαν στο θρόνο της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, που τους έστειλε τον ένα στη Σκυθία και τον άλλο στη Χερσώνα, στα όρια της Κριμαίας, για να κηρύξουν τον Χριστό στους ειδωλολάτρες. Η εργασία τους συνεχιζόταν με δυσκολία και με καθημερινούς κινδύνους, αλλά όχι και χωρίς καρπούς. Τα δίχτυα του Ευαγγελίου έβγαζαν μικρή αλλά εκλεκτή ψαριά. Και οι δυο τους έλαβαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Εφραίμ από την εξέγερση των ειδωλολατρών, ο Βασιλεύς από επίθεση ειδωλολατρών την οποία είχαν προκαλέσει Ιουδαίοι.

Οι δυο αυτοί θάνατοι δεν έδωσαν τέλος στη χριστιανική εργασία που γινόταν στα μέρη εκείνα. Η Εκκλησία που τους είχε στείλει λυπήθηκε, αλλά δεν έχασε το θάρρος της. Στις μάχες, το να πέφτει κανείς ένδοξα αυξάνει το θάρρος, δε φέρνει δειλία. Βρέθηκαν, λοιπόν, νέοι αθλητές, ο Ευγένιος, ο Αγαθόδωρος και ο Ελπίδιος, οι οποίοι μετέβησαν στη Χερσώνα. Κι αυτοί εργάστηκαν με την ίδια αυταπάρνηση και ζέση. Αλλά έλαβαν και το ίδιο τέλος ακριβώς μετά από ένα χρόνο, αφού σύρθηκαν άγρια στους δρόμους.

Μετά από καιρό, ο Αιθέριος ήταν εκείνος που ανέλαβε να συνεχίσει την ιεραποστολή. Αλλά η αγριότητα των κατοίκων, η έτοιμη πάντα για φόνους, αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο στην επέκταση του κηρύγματος. Παρακάλεσαν, λοιπόν, τον τότε βασιλιά Κωνσταντίνο τον Μέγα να προστατεύσει την εργασία του Ευαγγελίου εξαναγκάζοντας τους άπιστους εκείνους βαρβάρους να επιτρέψουν την ελεύθερη διδασκαλία του θείου λόγου και την ελεύθερη τέλεση της χριστιανικής λατρείας. Ο Κωνσταντίνος, δίνοντας νέο δείγμα της ευσέβειας και της αγάπης του στη θρησκεία του Ευαγγελίου, εισάκουσε πρόθυμα την αίτηση. Και στον Αιθέριο, όμως, επιφυλασσόταν η οδός του μαρτυρίου. Ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, επέστρεφε στη Χερσώνα για να συνεχίσει το έργο του, και θέλοντας να κηρύξει παρά τον Δούναβη, δεν έγινε δεκτός από τα εκεί βάρβαρα στίφη των απίστων, οι οποίοι τον έριξαν στο ποτάμι και βρήκε το θάνατο στα νερά του.

Ο άγιος Καπίτων υπήρξε ο τελευταίος ιεραπόστολος της ένδοξης εκείνης σειράς. Οι χριστιανοί της Χερσώνας τον δέχτηκαν με όλες τις ενδείξεις του σεβασμού και της χαράς και το έργο της διάδοσης του Ευαγγελίου εξακολούθησε με μεγάλη επιτυχία. Η πυκνότητα και ο φανατισμός των ειδωλολατρικών όχλων έβαζε ακόμα αρκετά εμπόδια και ο Καπίτων πέρασε από πολλά καμίνια παθών και δοκιμασιών κινδυνεύοντας πολλές φορές. Σώθηκε, όμως, με τη βοήθεια του Θεού ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου και έφερε μυριάδες στην αληθινή θρησκεία. Πέθανε εν ειρήνη, με τον τίμιο και άγιο ιδρώτα τού πιστού εργάτη του Χριστού.

Ἀπολυτίκιον

Ἑπτάριθμος σύλλογος, ἱεραρχῶν ἱερῶν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, τὴν Ἐκκλησίαν Χριστοῦ ,ἐνθέως ἐφαίδρυναν, Εὐγένιος Βασιλεύς τε, σὺν Ἐφραίμ Αἰθερίῳ, Ἐλπίδιος καὶ Καπίτων, Ἀγαθόδωρος ἅμα. Αὐτῶν Χριστὲ, ἱκεσίαις πάντας ἐλέησον.