Οι άγιοι μάρτυρες Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικοςv

14η Δεκεμβρίου

Έζησαν στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. κατάγονταν από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισάρεια. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό κατά των χριστιανών. Ο έπαρχος Κουμβρίκιος, φανατικός ειδωλολάτρης, βλέποντας να προοδεύουν οι χριστιανοί, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τους περιορίσει. Αυτή η κατάσταση έκανε το Λεύκιο και πήγε οικειοθελώς στον έπαρχο, στον οποίο ομολόγησε την πίστη του. Τον παρακάλεσε να είναι μετριότερος προς τους χριστιανούς, μη διστάζοντας να τον ελέγξει, διότι προσπαθούσε με κάθε τρόπο να περιορίσει τη διάδοση του Χριστιανισμού. Μόλις το άκουσε αυτό ο Κουμβρίκιος, αμέσως τον συνέλαβε και τον καταδίκασε σε θάνατο, αφού προηγουμένως διέταξε το βασανισμό του. Και το πρωί, έξω από την πόλη, τον αποκεφάλισε. Το γεγονός λύπησε τους χριστιανούς, αλλά άναψε ακόμα περισσότερο τη φλόγα της πίστης προς τον Χριστό. Μετά από δύο ημέρες, πήγε άλλος χριστιανός στον έπαρχο, ο Θύρσος. Θαρραλέα, του είπε ότι η ειδωλολατρία είναι πλάνη και ότι τελικός νικητής θα είναι ο Χριστός. Υπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς να πάθει τίποτα και για αυτό τον έκλεισαν σε κιβώτιο για να πριονισθεί, αλλά ο Άγιος πέθανε προηγουμένως. Ένας ιερέας των ειδώλων, ο Καλλίνικος, βλέποντας το Θύρσο πίστεψε και αποκεφαλίστηκε.

Περισσότερα...

Άκμασαν περί τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από τη Βιθυνία κι ανήκαν όλοι σε διακεκριμένες οικογένειες που είχαν ασπαστεί τη χριστιανική πίστη. Όλοι στην Καισαρεία, στην οποία κατοικούσαν, γνώριζαν τη λαμπρή αρετή τους. Ταπεινοί, ανεπίδεικτοι, αποφεύγοντας κάθε θόρυβο, ήταν πασίγνωστοι για τη φιλάνθρωπη και ελεήμονα πολιτεία τους. Η αγάπη τους προς τον Θεό εκδηλωνόταν με έμπρακτη στοργή προς τα πλάσματά του.

Η Εκκλησία τότε, εξακολουθούσε να βρίσκεται αντιμέτωπη με τη δυσπιστία και την εχθρότητα του κράτους. Οι αυτοκράτορες της Ρώμης, εξαιτίας της ειδωλολατρικής ανατροφής τους και της στενής σχέσης της πολιτείας προς την κρατούσα θρησκεία της πολυθεΐας, όταν δεν εδίωκαν τους χριστιανούς, επέτρεπαν στους κατά τόπους άρχοντες κάθε είδους αυθαιρεσίες εναντίον τους. Κάτι τέτοιο συνέβη τότε και στην Καισαρεία. Ο έπαρχος Κουμβρίκιος, φανατικός ειδωλόλατρης, έβλεπε με λύπη και οργή την πρόοδο των χριστιανών. Θεώρησε λοιπόν χρέος του να αντιδράσει και να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για να ενισχύσει την ειδωλολατρική θρησκεία. Για το λόγο αυτό έχτιζε βωμούς, τελούσε θυσίες, οργάνωνε πανηγύρια, προκαλούσε επιδεικτικές προσκυνήσεις ειδώλων και δυνάμωνε το ζήλο των ειδωλολατρών εναντίον των χριστιανών. Επιπλέον, εκμεταλλευόταν κάθε ευκαιρία για να καταπιέζει τους πιστούς του Ιησού και να θέτει εμπόδια στη λατρεία και τη διδασκαλία τους. Κι έτσι η Εκκλησία της Καισαρείας πέρναγε μεγάλη θλίψη.

Ο Λεύκιος αποφάσισε να πάει στον έπαρχο και να τον παρακαλέσει να είναι πιο επιεικής με τους χριστιανούς. Αλλά εκείνος εξοργίστηκε. Διέταξε, λοιπόν, την κράτηση του Λευκίου και τον παρέπεμψε σε δίκη, ελπίζοντας να τον εξαναγκάσει να αρνηθεί την πίστη του. Ο Λεύκιος έκανε υπομονή, διακηρύττοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου και χαρακτηρίζοντας ως αξιόποινη τυραννία την αυθαίρετη συμπεριφορά των ειδωλολατρών αρχόντων προς την Εκκλησία. Ο Κουμβρίκιος τον καταδίκασε σε θάνατο. Κι έτσι, κάποιο πρωινό, έπεφτε το κεφάλι του, έξω από την πόλη, από το ξίφος του δημίου.

Η είδηση καταλύπησε τους χριστιανούς, αλλά και τους φλόγισε. Ο φόνος εκείνος, αντί να τους πτοήσει, θέρμανε περισσότερο το ανδρείο τους φρόνημα. Εάν ο έπαρχος τους προκάλεσε, αυτοί δε θα έχαναν το θάρρος τους από την πρόκληση. Δύο μέρες μετά την αποκεφάλιση του Λευκίου, λοιπόν, ένας άλλος χριστιανός, διακεκριμένης κοινωνικής θέσης και αυτός, πήγε προς τον Κουμβρίκιο και τον ρώτησε: «Οφείλει κάποιος να λέει την αλήθεια;»

-Βεβαίως, απάντησε εκείνος.

-Τότε, ιδού η μεγάλη αλήθεια, την οποία με υποχρεώνει ο Θεός να σου πω: η ειδωλολατρία είναι ψέμα και η ιστορία δεν μπορεί να αλλοιωθεί. Με τη δύναμη του Χριστού θα συντριβούν τα είδωλά σας και θα αφανιστούν τα θυσιαστήριά σας.

Ο έπαρχος, μπροστά σε αυτό το απροσδόκητο, καταλήφθηκε από λύσσα. Και ενώ είπε ότι οφείλει κάποιος να λέει την αλήθεια, στάθηκε αδύνατος να την ανεχτεί, όταν την άκουσε. Ρώτησε, λοιπόν, τον Θύρσο αν δεχόταν να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος περιορίστηκε σε ένα χαμόγελο, το οποίο φανέρωσε την άρνησή του. Ο Κουμβρίκιος διέταξε χωρίς αναβολή να αρχίσουν τα βασανιστήρια. Τον έδειραν λοιπόν, έπειτα τον έδεσαν με λωρίδες και τον έσυραν στη γη και στη συνέχεια του έσπασαν τα δόντια. Μετά από αυτά, τον οδήγησαν δεμένο στη φυλακή.

Μετά από λίγες ημέρες έφτασε στην Καισάρεια έκτακτος και περιοδεύων αυτοκρατορικός απεσταλμένος, ο οποίος είχε την εντολή να πληροφορήσει κατά την επιστροφή του τον αυτοκράτορα για τη θέση των χριστιανών στις επαρχίες και για το ζήλο με τον οποίο οι έπαρχοι παρεμπόδιζαν την περαιτέρω εξάπλωση της χριστιανικής πίστης, ονομαζόταν Σιλουανός. Φτάνοντας στη Σεβάστεια, κατέβαλε κι αυτός μεγάλη προσπάθεια να μεταπείσει και παρασύρει τον Θύρσο σε θυσία προς τα είδωλα. Ο μάρτυρας παρουσίασε την ίδια άκαμπτη άρνηση, απευθυνόμενος μάλιστα στον Σιλουανό, του είπε ότι καμία βία και κανένα κακούργημα δεν θα μπορέσει να πνίξει τη χριστιανική πίστη, διότι οι θυσίες τις οποίες υφίσταται η Εκκλησία, αποτελούν το γονιμότερο μέσο, περισσότερης ενίσχυσης και καρποφορίας της, ενώ τα μαρτύρια των παιδιών της προετοιμάζουν τη νίκη και τον θρίαμβό της. Πρόσθεσε και άλλα πολλά και σοφά και κατέληξε συγκρίνοντας τους χριστιανούς με τους ειδωλολάτρες, ότι το Ευαγγέλιο ενέπνεε τα χρηστά και γενναία ήθη και τις μεγάλες αρετές της δικαιοσύνης και της αγάπης.

Παρευρισκόμενος εκεί κάποιος ιερέας των ειδώλων, ο οποίος ονομαζόταν Καλλίνικος, άκουσε με πολλή προσοχή τα λόγια του Θύρσου. Και αυτά γέμισαν την ψυχή του με ό,τι είχε ήδη αρχίσει να ξυπνάει μέσα της. Διότι και πριν, έδειξε το ενδιαφέρον να εξετάσει τα των χριστιανών, ενώ διάφορες συζητήσεις και μελέτες τον είχαν φέρει σε ένα ξεκίνημα ανάνηψης και φωτισμού. Αφού, λοιπόν, ο Θύρσος τελείωσε τα λόγια του, ο Καλλίνικος σηκώθηκε και φώναξε προς τον Σιλουανό: «και εγώ είμαι χριστιανός».

Η απροσδόκητη αυτή δήλωση διέγειρε τη μανία του Σιλουανού και του Αγρικόλα. Και για να χορτάσουν το πάθος τους, ακόμη και με την άστοχη ιδέα ότι γρήγορη και θανατική καταδίκη θα προλάμβανε νέες αποσκιρτήσεις από τις τάξεις των ειδωλολατρών, διέταξαν ο μεν Καλλίνικος να αποκεφαλιστεί, ο δε Θύρσος να πριονιστεί. Η διαταγή εξετελέσθη. Και μετά από λίγο, το κεφάλι του Καλλίνικου έπεφτε από το ξίφος του δημίου, πραγματοποιώντας έτσι το σωτήριο, μαρτυρικό βάπτισμα του αίματος, ενώ ο Θύρσος, υπομένοντας καρτερικώς τους φριχτούς πόνους του πριονισμού, παρέδωσε προς τον Κύριο δαφνοστεφανωμένη την τίμια ψυχή του.

Πέρασαν από τότε παραπάνω από σαράντα χρόνια. Και βασίλευε ο Διοκλητιανός, ο τελευταίος μεγάλος διώκτης των χριστιανών. Η φλόγα των καταδιώξεων επεκτάθηκε και στη Θηβαΐδα. Ο εκεί έπαρχος, Αρριανός, δίκαζε εικονικά, σχεδόν καθημερινά, πλήθη χριστιανών, εκ των προτέρων καταδικασμένα και τους παρέδιδε σε θάνατο. Μεταξύ των άλλων, καταγγέλθηκε και κάποιος Φιλήμων, γνωστός ως ειδωλολάτρης, ο οποίος κέρδιζε τα προς το ζην παίζοντας αυλό. Αλλά, οι χριστιανοί τότε, αψηφώντας όλους τους κινδύνους, εργάζονταν ακατάπαυστα στο να κερδίζουν ψυχές. Και το σωτήριο δίχτυ τους συμπεριέλαβε και τον Φιλήμονα. Η σωτήρια μεταμόρφωση επήλθε σε αυτόν πλήρης. Αυτός που προηγουμένως αγαπούσε να ελκύει την προσοχή με πολλές αστειότητες χάριν επαγγελματικής κερδοσκοπίας, αφού έγινε χριστιανός, άλλαξε ολοκληρωτικά. Παραδομένος στην προσευχή, στην εγκράτεια, στην κατάνυξη, παράτησε τον αυλό και αγάπησε τις ουράνιες εκείνες αρμονίες, τις οποίες παράγει η ένθεος λύρα της χάριτος. Τι να είχε γίνει ο Φιλήμων; Οι γνώριμοι κύκλοι του είχαν καιρό να τον δουν. Μία μέρα, όμως, ενώ ο έπαρχος Αρριανός καταδίκαζε δημόσια χριστιανούς, φάνηκε και ο Φιλήμων. Οι παλιοί του γνωστοί, με πολλή δυσκολία τον αναγνώρισαν. Τόσο είχε επιδράσει η μεταβολή του ήθους και στην παραλλαγή του ύφους και της εξωτερικής του εμφάνισης. Ο Αρριανός τον γνώριζε και απευθύνθηκε σε αυτόν με ειρωνεία. Ο Φιλήμων διέκρινε την εκδήλωση αυτή του επάρχου, την οποία αποφάσισε να μεταβάλει σε έκπληξη. Προχωρώντας, λοιπόν, εξέφραζε λόγια συμπάθειας στους μάρτυρες που καταδικάζονταν και τους μακάριζε για τη δόξα, που τους περίμενε. Ο Αρριανός διέταξε να τον φέρουν μπροστά του και τον ρώτησε πως τολμά να φέρεται έτσι, για να λάβει την απάντηση από το Φιλήμονα: ‘’χριστιανός είμαι’’.

Παρ’ όλο που ο Φιλήμονας δεν ανήκε σε καμιά ανώτερη κοινωνική τάξη και το επάγγελμά του ήταν ευτελές, ο έπαρχος διέκρινε τη μεγάλη κατάκτηση. Για να μπορούν οι χριστιανοί να κάνουν συναγωνιστές και συνοδοιπόρους τους άτομα απ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα, ήταν λοιπόν ικανοί να μεταβάλλουν καταπληκτικά και χαρακτήρες τυχαίους, όπως του Φιλήμονα. Ήταν λοιπόν περισσότερο επικίνδυνοι απ’ όσο είχε φανταστεί και μια μέρα θα μπορούσαν να καταλύσουν όλη την αρχαία κοινωνία. Η μανία του επάρχου έγινε ακόμα μεγαλύτερη και διέταξε τη σύλληψη του Φιλήμονα.

Αλλά τότε δέχτηκε κι άλλη πληγή. Κάποιος ονόματι Απολλώνιος, θεωρούμενος εθνικός με πολύ διακεκριμένη θέση, βγήκε στη μέση και ομολόγησε ότι είναι κι αυτός χριστιανός. Ο Αρριανός έμεινε εμβρόντητος και διέταξε να φονευθούν και οι δύο.

Το πρόσταγμα εξετελέσθη. Στρατιώτες παραλαμβάνοντας τα σώματά τους, τα μετέφεραν έξω από την πόλη και στη συνέχεια έκοψαν τα κεφάλια τους.

Αυτή η γενναιότητα και η πίστη έφεραν και άλλα θαυμαστά αποτελέσματα. Στην ψυχή του Αρριανού έμεινε η μεγάλη εντύπωση της επιρροής της χριστιανικής δυνάμεως και ζωής. Όταν μάλιστα μετά από λίγες μέρες κινδύνεψε να χάσει το μάτι του από κάποια ασθένεια, χωρίς να το θέλει άρχισε να σκέφτεται μήπως η συμφορά του αυτή, ήταν συνέπεια της συμπεριφοράς του προς τους χριστιανούς. Βρισκόμενος σ’ αυτή την ψυχική κατάσταση είδε στον ύπνο του τη μορφή του Φιλήμονα και φοβήθηκε πολύ. Αλλά ο μάρτυρας εκείνος του Χριστού τον πλησίασε με πολλή αγαθότητα και του είπε ότι αν ήθελε να θεραπευτεί θα έπρεπε να πάει στον τάφο του Απολλώνιου, να πάρει λίγο χώμα από κει και να το βάλει στο πονεμένο μάτι του.

Ο Αρριανός σηκώθηκε από τον ύπνο του χαρούμενος αλλά και προβληματισμένος. Να συμμορφωθεί προς τη συμβουλή του Φιλήμονα; Δεν πίστευε στον Θεό των χριστιανών αλλά, δεν τον απέκρουε κιόλας γιατί μπορούσε να είναι πράγματι αληθινός. Έκλινε τα γόνατα και ζήτησε με ψυχή γεμάτη οδύνη φως και καθοδήγηση. Και η δέηση εισακούστηκε. Η Θεία χάρις ελέησε τη δύστυχη εκείνη ψυχή και προσέλκυσε προς τη σωτηρία της Εκκλησίας, τον εχθρό. Πηγαίνοντας στον τάφο του Απολλωνίου ο Αρριανός και παίρνοντας χώμα, έβαλε στο μάτι του και είδε αμέσως πλήρη θεραπεία. Επιστρέφοντας στο σπίτι του, συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του και κάλεσε χριστιανό ιερέα ως κατηχητή όλου του σπιτιού του και μετά από λίγο δέχτηκαν όλοι το άγιο βάπτισμα.

Οι ειδωλολάτρες στη Θηβαΐδα έμειναν έκπληκτοι και η έκπληξή τους κορυφώθηκε όταν ο Αρριανός βρέθηκε στο μέσο σαν κήρυκας του Χριστού. Και ένα μέρος των επίσημων ειδωλολατρών και του λαού πίστεψε, ενώ άλλοι εξεγέρθηκαν και οι ιερείς των ειδώλων έφριξαν. Δεν άργησαν τα νέα αυτά να φτάσουν και στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό.

Ο Διοκλητιανός έστειλε γρήγορα τέσσερις απεσταλμένους με αυτοκρατορικό γράμμα, διατάζοντας να αναχωρήσει αμέσως και να παρουσιαστεί μπροστά του ο Αρριανός. Ο Αρριανός αποχαιρέτησε την οικογένειά του και απευθύνοντας προς αυτούς λόγια ελπίδας, ακολούθησε τους απεσταλμένους. Όμως ο Αρριανός δεν έμεινε εκεί, αλλά κατέκτησε και τους τέσσερις απεσταλμένους του αυτοκράτορα. Συζητώντας μαζί τους, είδε ότι ήταν ψυχές πλανημένες, αλλά ειλικρινείς και προσευχόμενος προς τον Θεό, επιδόθηκε στη διαφώτισή τους. Και η ευσεβής προσπάθεια στέφθηκε με επιτυχία. Οι απεσταλμένοι έγιναν πιστοί δούλοι και πρόθυμοι στρατιώτες του Χριστού.

Όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στον αυτοκράτορά τους, πριν από οποιαδήποτε άλλη πληροφορία, υποκλινόμενοι του είπαν με τη σειρά ο καθένας τον προσφιλή λόγο των χριστιανών, ότι «είμαι χριστιανός». Την ίδια ομολογία, πριν από την ανάκριση έκανε και ο Αρριανός. Σαν κεραυνός έπεσε στον Διοκλητιανό η διαγωγή των τεσσάρων απεσταλμένων. Νόμιζε εκείνη τη στιγμή ότι κατέρρεε όλη η ειδωλολατρία.

Ἀπολυτίκιον

Tὴν ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ καὶ στύλους τῆς εὐσεβείας· Θύρσον καὶ Φιλήμονα καὶ στεῤῥὸν Ἀπολλώνιον, Ἀῤῥιανὸν Καλλίνικον καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.