Οι άγιοι δισμύριοι (20.000) μάρτυρες

που κάηκαν στη Νικομήδεια

28η Δεκεμβρίου

Βρισκόμαστε στην αρχή του 4ου αιώνα μ.Χ., όταν Αύγουστοι της αυτοκρατορίας ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Τότε οι χριστιανοί της Νικομηδείας, αρκετά πολυπληθείς, είχαν επίσκοπο τον Άνθιμο. Εκείνος, άξιος στην ευσέβεια και την αυταπάρνηση εκείνων των καιρών, μέρα και νύχτα κόπιαζε για τις ψυχές των πιστών και των κατηχουμένων και ήταν έτοιμος για χάρη τους και χάριν του Ευαγγελίου να δώσει ολοκαύτωμα τη ζωή του. Οι άρχοντες της ειδωλολατρίας, βλέποντας την καθημερινή προκοπή των χριστιανών και μην μπορώντας να υποφέρουν την πρόοδο της Εκκλησίας και ανίκανοι όπως ήταν εξαιτίας της ηθικής νέκρωσής τους να εννοήσουν ότι μόνο η χριστιανική πίστη μπορούσε να σώσει το κράτος και την κοινωνία από την πλήρη καταστροφή, αντί να βοηθήσουν το χριστιανισμό, θέλησαν να τον εξοντώσουν. Και τούτο νόμιζαν ότι θα το πετύχαιναν, αν φόβιζαν και εξόντωναν τη χριστιανική Εκκλησία, κυρίως στα μεγαλύτερα και πολυπληθέστερα κέντρα της.

Περίμεναν λοιπόν τη γιορτή των Χριστουγέννων, για να κάνουν γενική σφαγή των χριστιανών της Νικομηδείας. Οι χριστιανοί συναθροισμένοι πανηγύριζαν τη χαρμόσυνη και κοσμοσωτήρια γιορτή, όταν έμαθαν ότι στρατός και όχλος κύκλωσαν τη συνάθροισή τους. Ο Επίσκοπος, μόλις πληροφορήθηκε την είδηση, διέταξε να γίνει το γρηγορότερο η κοινωνία των Αχράντων Μυστηρίων, έπειτα προσκάλεσε και βάπτισε τους κατηχούμενους, για να πάνε στον άλλο κόσμο – αν τελικά γινόταν η σφαγή – με ασφαλή τα εφόδια της αιώνιας σωτηρίας. Έστειλε κι ανθρώπους του για να τον ειδοποιήσουν για τις εχθρικές κινήσεις, κι αυτοί επιστρέφοντας είπαν πως είναι περικυκλωμένοι από οπλισμένους στρατιώτες και ροπαλοφόρο λαό και ότι δεν υπάρχει τρόπος να διαφύγουν.

Αν και ήταν πολυάριθμοι, δεν σκέφτηκαν την αντίσταση. Μόνο επειδή δεν είχαν όπλα; Όχι. Αλλά και διότι η Εκκλησία δίδασκε ότι ο Χριστός θα δείξει την ακαταμάχητη δύναμή του νικώντας τους δολοφόνους μέσω των θυμάτων και πολλαπλασιάζοντας τους πιστούς τόσο περισσότερο, όσο περισσότεροι απ’ τους πιστούς φονεύονταν. Ετοιμάστηκαν έτσι να πεθάνουν. Στη σοβαρή και κρίσιμη εκείνη περίσταση συνέβη κάτι αξιοθαύμαστο και έλαμψε τέτοια ανδρεία, που όμοιά της δεν συναντιέται στο γενναιότερο στρατό του κόσμου. Οι άοπλοι δηλαδή εκείνοι, μεταξύ των οποίων και γέροντες, γυναίκες και κόρες, ούτε ατάκτησαν ούτε λιποψύχησαν ούτε περί φυγής σκέφτηκαν ή άρνησης του Χριστού. Η χαρά της γιορτής ακτινοβολούσε όλη στα πρόσωπά τους και η Θεία Κοινωνία τούς γιγάντωσε περισσότερο από όλες τις ασπίδες και τα φρούρια του κόσμου. Το να πεθάνουν κατά τη γέννηση του Χριστού, που ήρθε στον κόσμο να δώσει την αναγέννηση και τη ζωή με το αίμα και το θάνατό Του, τους φαινόταν μεγάλη ευτυχία, η ωραιότερη δόξα που θα μπορούσε να στολίσει τα μέτωπά τους. Ο Επίσκοπος με τα λόγια του τους ενίσχυε και τους έδειχνε τα αθάνατα στεφάνια που τους περίμεναν.

Στο μεταξύ, ήρθαν οι ειδωλολάτρες διώκτες. Αλλά, αντί να ορμήσουν σε σφαγή, προτίμησαν άλλο, σατανικότερο φονικό μέσο. Έβαλαν δηλαδή φωτιά στο ναό, αφού έκλεισαν τις πόρτες, για να καούν μέσα όλοι οι χριστιανοί. Και κάηκαν όλοι εκτός από λίγους, μεταξύ των οποίων σώθηκε για νέους αγώνες και ο επίσκοπος Άνθιμος. Οι φλόγες υψώθηκαν στον ουρανό και τα πλήθη των πιστών κάηκαν κατά χιλιάδες.

Αλλά οι φλόγες εκείνες φώτισαν τη δύναμη και απέδειξαν την υπέροχη αίγλη και λαμπρότητα της χριστιανικής Εκκλησίας. Οι μαρτυρικές ψυχές φανέρωσαν την καλλιέργεια της πίστης και πώς το θάρρος και οι πεποιθήσεις των σημαιοφόρων του σταυρού έκαναν και τις γυναίκες και τις κόρες και τα παιδιά ακόμα ανώτερα από τη βία των διωκτών του Χριστού και από τα όπλα και τα βασανιστήρια και τις φωτιές τους. Έδειξαν δηλαδή ότι η νίκη έμελλε να είναι όχι των διωκτών, αλλά των διωκομένων, όχι των φονιάδων, αλλά των θυμάτων, όχι του πλήθους, αλλά της αρετής, όχι της πάνοπλης τυραννίας, αλλά της σφαζομένης και καιομένης Εκκλησίας

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’

Ἀθλοφόροι Κυρίου, μακαρία ἡ γῆ, ἡ πιανθεῖσα τοῖς αἵμασιν ὑμῶν˙ καὶ ἅγιαι αἱ σκηναί, αἱ δεξάμεναι τὰ πνεύματα ὑμῶν˙ ἐν σταδίῳ γὰρ τὸν ἐχθρὸν ἐθριαμβεύσατε, καὶ Χριστὸν μετὰ παῤῥησίας ἐκηρύξατε˙ αὐτὸν ὡς ἀγαθὸν ὑπὲρ ἡμῶν ἱκετεύσατε, σωθῆναι δεόμεθα τὰς ψυχὰς ἡμῶν.