Ο άγιος Νικόλαος

ο Θαυματουργός, Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας

6η Δεκεμβρίου

Ο Κύριος στην “επί του όρους” ομιλία του είπε: «Γίνεσθε οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί» (Λουκ. στ΄ 36). Να γίνεστε, δηλαδή, σπλαχνικοί προς τον πλησίον και συμπονετικοί στις δυστυχίες και στις ανάγκες του, καθώς και ο ουράνιος Πατέρας σας είναι ευσπλαχνικός προς όλους. Μια τέτοια προσωποποίηση της χριστιανικής ευσπλαχνίας υπήρξε ο άγιος Νικόλαος.

Γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ., την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, στα Πάταρα της Λυκίας από γονείς ευσεβείς και πλούσιους. Όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Αλλά ο Νικόλαος, εμπνεόμενος από φιλάνθρωπα συναισθήματα, διέθετε την περιουσία του για να ανακουφίζει άπορα ορφανά, φτωχούς, χήρες, στενοχωρημένους οικογενειάρχες. Ένας, μάλιστα, θα διέφθειρε τις τρεις κόρες του προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα. Όταν το έμαθε αυτό ο Νικόλαος, μυστικά σε τρεις νύχτες εξασφάλισε την προίκα των τριών κοριτσιών αφήνοντας 100 χρυσά φλουριά στην καθεμία. Έτσι, οι τρεις κόρες αποκαταστάθηκαν και γλίτωσαν από βέβαιη διαφθορά.

Ο Νικόλαος, έπειτα από ένα ταξίδι του στην Ιερουσαλήμ, χειροτονήθηκε ιερέας στα Πάταρα. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο. Λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του, τιμήθηκε -χωρίς να το επιδιώξει- με το αξίωμα του Αρχιεπισκόπου Μύρων. Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι διά θεϊκής αποκαλύψεως έκαναν Αρχιεπίσκοπο τον Νικόλαο. Από τη νέα του θέση ο Νικόλαος ασχολήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα για την προστασία των φτωχών και των απόρων. Εκτός όμως από το κοινωνικό του έργο, ο άγιος Νικόλαος καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιό του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος, ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.

Η χριστομίμητη πολιτεία του λαοφιλούς και θαυματουργού αγίου Νικολάου, του προστάτη των ναυτικών, αλλά και όλων εκείνων που εκζητούν τις θεοπειθείς πρεσβείες του, αποπνέει το άρωμα της πίστης. Μιας πίστης ζωντανής και ανόθευτης, που εκφράζεται ως τρόπος ζωής. Δίκαια ονομάστηκε “κανών πίστεως”, αφού κατείχε την πίστη εκ θεωρίας, δηλαδή είχε προσωπική εμπειρία της υπάρξεως του Θεού. Είδε το άκτιστο φως και απέκτησε τη γνώση της όντως ζωής. “Ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς· Κύριε, ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς”. Ο Άγιος ήταν μεταξύ των άλλων και “διδάσκαλος ἐγκρατείας”. Η εγκράτεια ως τρόπος ζωής διέκρινε την όλη συμπεριφορά του. Εγκράτεια στη χαρά και στη λύπη. Εγκράτεια στις τροφές, στο λόγο, στο γέλιο, στην όραση, στην ακοή, στα πάντα. Ήταν σε όλα άνθρωπος ισορροπημένος.

Έλαβε το χάρισμα να κάνει θαύματα και γι’ αυτό αποκαλείται “Θαυματουργός”. Με το χάρισμα αυτό βοήθησε πάρα πολύ κόσμο. Προστρέχει σε όσους τον επικαλούνται με πίστη και πραγματοποιεί το αίτημά τους, φυσικά όταν αυτό είναι για το πραγματικό συμφέρον του ανθρώπου που είναι η σωτηρία του. Στο συναξάρι του, αλλά και σε έναν ύμνο της εορτής του, αναφέρεται ότι έσωσε από βέβαιο θάνατο τρεις ανθρώπους που είχαν πέσει θύματα συκοφαντίας. Μάλιστα, στο περιστατικό αυτό φαίνεται και η μεγάλη παρρησία που έχει προς τον Θεό. Παρουσιάστηκε σε όνειρο στο βασιλιά Κωνσταντίνο, του αποκάλυψε την αθωότητα των ανθρώπων αυτών και τον διέταξε να τους ελευθερώσει. Μάλιστα, του τόνισε αυστηρά ότι, εάν παρακούσει, θα τον καταγγείλει στον Θεό, τον αληθινό και αιώνιο Βασιλέα, και τότε θα έχει να κάνει μαζί Του. Και όπως πολύ ωραία το αποδίδει ο ιερός υμνογράφος: “ὅμως ἀλλ’ ἐὰν παρακούσῃς, ἔντευξιν ποιήσομαι ἄναξ κατὰ σοῦ πρὸς Κύριον δεόμενος”.

Έλαβε μέρος στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα. Στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο έδωσε τη δική του μαρτυρία και ομολογία πίστεως και αποτύπωσε τη δική του σφραγίδα. Με την παρρησία που τον διέκρινε καταντρόπιασε τον θρασύστομο αιρεσιάρχη Άρειο. Όταν εκείνος βλασφήμησε τον Χριστό, ο Άγιος, αυτός ο πράος, η “εἰκὼν τῆς πραότητος”, σηκώθηκε επάνω και τον χαστούκισε.

Πέθανε ειρηνικά το έτος 330 μ.Χ. Προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας, έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή, αλλά και μετά την κοίμησή του.

Είναι ο προστάτης του ναυτικού και του λιμενικού.

Περισσότερα...

Υπήρξε η προσωποποίηση της χριστιανικής ευσπλαχνίας, η ενσάρκωση της ελεημοσύνης και της στοργής προς τους στερημένους κι αυτούς που βρίσκονταν σε κίνδυνο. Κι επειδή η αγάπη είναι η μεγαλύτερη των αρετών, ο άγιος Νικόλαος αναδείχθηκε μέγας μεταξύ των μεγάλων. Μέγας στον ουρανό και μέγας στη γη, με την ισχυρότερη και ευρύτερη δημοτικότητα σε όλο τον ορθόδοξο, αλλά και στο δυτικό χριστιανικό κόσμο. Ανατολή και Δύση, ήδη από το Μεσαίωνα, του αναγνώρισαν υπέροχη θέση μεταξύ των προστατών αγίων και ανά τη γη και τη θάλασσα αντηχούν θερμές και με εμπιστοσύνη οι επικλήσεις για να μεσιτεύσει. Και όταν ο Βορράς προσχώρησε στη χριστιανική θρησκεία, η τιμητική προσκύνηση του αγίου Νικολάου κατέκτησε εξαιρετική θέση στην εκκλησιαστική συνείδηση του ρωσικού έθνους.

Γόνος διακεκριμένης οικογένειας, γεννήθηκε στα Πάταρα της Λυκίας όχι πολύ μετά τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα. Οι γονείς του, συνδυάζοντας την αγάπη στη μουσική με την ευλάβεια, φρόντισαν με επιμέλεια για την εκπαίδευσή του. Ο γιος τους τους δικαίωσε σε όλες τους τις ελπίδες. Η προκοπή του ήταν ολοφάνερη στη θερμότητα της πίστης, στον πλούτο των γνώσεων και σε διαγωγή σώφρονα και άμεμπτη.

Απέμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία και διέθεσε όσα προορίζονταν γι’ αυτόν ως άξιος γιος του ουράνιου Πατέρα. Κληρονόμος ικανής περιουσίας, δεν απορροφήθηκε απ’ αυτήν ούτε τη μεταχειρίστηκε για δικές του ανέσεις. Έχοντας ζεσταθεί από την πιο ζωηρή φιλανθρωπία, διακονώντας στην ενεργό ευσπλαχνία, επιδόθηκε στη συστηματική ανακούφιση αυτών που είχαν ανάγκη. Άπορα ορφανά, φτωχές χήρες και οικογενειάρχες στενοχωρημένοι ήταν οι μεγάλοι ευνοούμενοί του.

Η παράδοση διέσωσε, μεταξύ άλλων, και την εξής πράξη του, άξια κάθε θαυμασμού και επαίνου. Πληροφορήθηκε ότι κάποιοι ακόλαστοι νέοι κυνηγούσαν με σκοπό να διαφθείρουν τρεις πολύ όμορφες αδερφές, που δεν μπορούσαν να αποκατασταθούν γιατί στερούνταν ακόμα και το ψωμί κάποιες φορές – τόσο φτωχός ήταν ο πατέρας τους. Ο Νικόλαος, λαϊκός και νέος ακόμα, αλλά με τα πλέον αγνά και ιερά συναισθήματα, γέμισε ανησυχία και θλίψη κι αποφάσισε να απαλλάξει τις τρεις αδερφές από το δεινό κίνδυνο. Κάποια νύχτα, καλυπτόμενος από το πυκνό σκοτάδι, ζητώντας μόνο να κάνει την ευεργεσία, αποφεύγοντας την εμφάνιση του ευεργέτη, έριξε από κάποια πόρτα στη φτωχική τους οικία ένα καλά δεμένο μαντήλι. Με την πτώση αντήχησε απροσδόκητος ήχος. Τι ήταν, λοιπόν; Ανοίγουν και διακρίνουν με ανέκφραστη έκπληξη χρυσά φλουριά. Τα μετρούν. Ήταν εκατό! Ο πατέρας βγαίνει αμέσως έξω. Ποιος να ήταν άραγε ο άγνωστος αυτός και τόσο γενναιόδωρος ευεργέτης; Κάνει το γύρω του σπιτιού, προχωρεί στο δρόμο, δεν βρίσκει κανέναν.

Την επόμενη νύχτα επαναλήφθηκε το ίδιο. Η έκπληξη αυξήθηκε. Ο πατέρας ξανάτρεξε έξω, αλλά και πάλι δεν βρήκε κανέναν. Επιστρέφοντας, είδε τα πρόσωπα των θυγατέρων του να λάμπουν. Άλλα εκατό φλουριά! Την επόμενη μέρα, όταν ήρθε η νύχτα, παραφύλαξε ο πατέρας με την ιδέα ότι ο παράδοξος άγνωστος ίσως ξαναρχόταν. Και να, που υπήρξε και τρίτη φορά! Άλλο ένα μαντήλι που περιείχε κι αυτό εκατό φλουριά!

Πατέρας και κόρες συγκινήθηκαν. Η Θεία Πρόνοια μερίμνησε γι’ αυτούς με το μυστηριώδη εκείνο τρόπο. Και η έννοια της ευεργεσίας ήταν προφανής. Για την καθεμιά από τις τρεις αδερφές αντιστοιχούσαν εκατό χρυσά φλουριά. Ήταν η προίκα τους, που αρκούσε για την αποκατάστασή τους, η οποία και πραγματοποιήθηκε. Το γεγονός δεν άργησε να μαθευτεί στα Πάταρα και οι φίλοι τού Νικολάου μάντεψαν ότι αυτός ήταν ο λαθραίος ευεργέτης.

Κινούμενος από τον πόθο να προσκυνήσει τους Αγίους Τόπους, αναχώρησε ο ευσεβής Νικόλαος για τα Ιεροσόλυμα. Το ταξίδι εξακολουθούσε με γαληνεμένη θάλασσα και αίθριο ουρανό, μέχρι που κάποια νύχτα φύσηξε σφοδρότατος άνεμος και τα κύματα χτυπούσαν με λύσσα. Πλήρωμα και επιβάτες έβλεπαν να ’ρχεται το ναυάγιο και καταλήφθηκαν από τρόμο. Αλλά η προσευχή τού αφοσιωμένου με όλη του την ψυχή στον Θεό συνταξιδιώτη καθησύχασε το σάλο και επανέφερε τη γαλήνη.

Μετά την επιστροφή του στα Πάταρα χειροτονήθηκε ιερέας. Οι καιροί ήταν ταραχώδεις και γεμάτοι κινδύνους για την Εκκλησία. Οι ειδωλολατρικοί κεραυνοί στόχευαν κυρίως τους λειτουργούς της Εκκλησίας. Ο Νικόλαος το γνώριζε καλά γι’ αυτό και χειροτονήθηκε. Ήθελε να διδάξει, να παρηγορήσει, να στηρίξει, αλλά και – αν χρειαστεί – να ριψοκινδυνεύσει. Διότι η ευσπλαχνική καρδιά του ήταν καρδιά τολμηρή και ηρωική.

Κατά το ιερατικό του στάδιο πολλαπλασίασε τις ελεημοσύνες του και την προστασία του σ’ αυτούς που είχαν ανάγκη. Έδινε από αυτά που του είχαν μείνει από την περιουσία του, μάζευε και από άλλους για να τα δώσει σ’ αυτούς που δεν είχαν. Αγρυπνώντας για κάθε θέμα, ήταν μαζί δάσκαλος και γιατρός, καταρτίζοντας στην πίστη και θεραπεύοντας τις οικονομικές και ηθικές πληγές του ποιμνίου.

Όταν απεβίωσε ο τότε Αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας, οι επίσκοποι της επαρχίας συγκεντρώθηκαν για να εκλέξουν το διάδοχό του. Επειδή δεν συμφώνησαν αμέσως, ανέβαλαν για την επομένη. Τη νύχτα, όμως, όλοι τους είδαν το ίδιο όραμα. Άγγελος Κυρίου τους δήλωσε ότι ο καταλληλότερος για την Αρχιεπισκοπή ήταν ο ιερέας στα Πάταρα, ο Νικόλαος, και την επόμενη μέρα θα ερχόταν στο μητροπολιτικό ναό. Οι επίσκοποι, άνδρες χωρίς προσωπική φιλοδοξία, συμμορφώθηκαν στην αποκάλυψη και ανέδειξαν τον Νικόλαο Αρχιεπίσκοπο Μύρων. Εκείνος δεν δέχτηκε, αλλά τελικά δέχτηκε να υπακούσει στην ομόθυμη επιταγή.

Η φιλάνθρωπη δράση του Αγίου αναπτύχθηκε ακόμα περισσότερο. Εκτός από τις ελεημοσύνες, τις οποίες έκανε πάντοτε αθόρυβα, προσπαθώντας να «μπερδεύει» ακόμα και τους πιο κοντινούς του, έκανε και πολλά έργα δημόσιας φιλανθρωπίας με την ίδρυση πτωχοκομείου, ξενώνα και νοσοκομείου. Αλλά η αγαθότητα αυτή δεν τον εμπόδιζε από το να είναι ιδιαίτερα αυστηρός, όταν κάτι τέτοιο επιβαλλόταν. Απέναντι στους θρασείς και τους άδικους ήξερε να είναι ο ποιμένας που κρατάει τη ράβδο. Και όχι σπάνια, έλεγξε και φόβισε πλούσιους, προκειμένου να υπερασπίσει τα αδικούμενα απ’ αυτούς ορφανά και τις χήρες.

Όταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός κήρυξαν άγριο διωγμό κατά της Εκκλησίας του Χριστού, ιδιαίτερα κατά των επισκόπων της, ο θαρραλέος Αρχιεπίσκοπος των Μύρων δεν θορυβήθηκε καθόλου. Διδάσκοντας το ποίμνιό του, καταδεικνύοντας την αλήθεια και τη ζωή της χριστιανικής πίστης, φανερώνοντας τα ψεύδη και τις κακίες της ειδωλολατρίας, εξακολουθούσε το ίδιο έργο και μετά το απαγορευτικό διάταγμα των προαναφερθέντων αυτοκρατόρων. Καταγγέλθηκε γι’ αυτό, καταδικάστηκε σε εξορία και φυλάκιση και απαλλάχτηκε, όταν η θεία βουλή, δίνοντας επανειλημμένες νίκες στον Μέγα Κωνσταντίνο, εξασφάλισε την ελευθερία της χριστιανικής λατρείας.

Η χαρά της επαρχίας ήταν ανέκφραστη, όταν ο προσφιλής και σεπτός Ποιμενάρχης επανερχόταν ανάμεσα στα πνευματικά του παιδιά. Χιλιάδες ανδρών, γυναικών και παιδιών, κλήρος μαζί και λαός, βγήκαν να τον συναντήσουν. Εκείνος δάκρυσε από συγκίνηση και με μετριοφροσύνη διακήρυξε:

-Μακάρι ο ποιμένας να στεκόταν έστω και κατ’ ελάχιστον άξιος τέτοιου ποιμνίου!

Ο άγιος Νικόλαος παρακολουθούσε επιμελώς και τη διοίκηση των πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων της επαρχίας του. Για τους ευσυνείδητους και δίκαιους ζητούσε την εύνοια του βασιλιά Κωνσταντίνου επαινώντας τους, αλλά όταν βρισκόταν απέναντι σε πλεονέκτες και αυθαίρετους, έκανε τις απαιτούμενες παρατηρήσεις, στην ανάγκη τους απειλούσε με καταγγελίες στην ανώτατη αρχή της αυτοκρατορίας. Και πολλές φορές έσωσε ανθρώπους οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε θάνατο από συκοφαντία ή για να αρπαχτεί η περιουσία τους.

Κατά την παράδοση, στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, που πραγματοποιήθηκε στη Νίκαια και καταδίκασε τα περί Υιού και Λόγου του Θεού ασεβή φρονήματα του πεισματάρη και αλαζόνα αιρεσιάρχη Αρείου, μεταξύ των 318 Πατέρων που τη συγκρότησαν, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Μύρων της Λυκίας Νικόλαος. Λέγεται, μάλιστα, ότι εξοργισμένος από τα σοφίσματα του Αρείου και τη δεινότητα του λόγου του, εξαιτίας της οποίας κινδύνευαν να αποστομωθούν οι ορθόδοξοι ιεράρχες, σηκώθηκε και, προχωρώντας προς τον αγορεύοντα Άρειο, τον ράπισε και γι’ αυτό φυλακίστηκε κατά διαταγή του αυτοκράτορα. Προφανώς η διήγηση είναι ανυπόστατη. Διότι τέτοια διαγωγή ήταν εντελώς ανάρμοστη προς το χαρακτήρα του έξοχου Επισκόπου. Θα ήταν μάλιστα και μεγάλος έπαινος του Αρείου και αδικία για τους συνηγόρους της ορθόδοξης πίστης το να δεχτούμε ότι ο αιρεσιάρχης επικρατούσε τόσο στη συζήτηση, ώστε να απομείνει μοναδικό όπλο εναντίον του η παράνομη και αντιχριστιανική βίαιη επίθεση. Στη Σύνοδο της Νίκαιας υπήρχαν τόσοι επιφανείς συνήγοροι της θεολογικής αλήθειας και η καταδίκη του Αρείου επήλθε μόνο διότι από τη συζήτηση φάνηκε η πλήρης πλάνη του ισχυρισμού του.

Το γήρας και οι πολλοί και αδιάλειπτοι μόχθοι δεν ελάττωσαν καθόλου την ενεργητικότητα και τη φλόγα του Αγίου. Επιστρέφοντας από τη Σύνοδο στη Νίκαια, εξακολούθησε να εποικοδομεί το λαό με τη διδασκαλία και να μεριμνά πάντοτε για τα έργα της φιλανθρωπίας. Με αυτά ασχολούμενος, άφησε την τελευταία του πνοή το έτος 330 μ.Χ. Πριν από το θάνατό του, προσευχόμενος, ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό και είδε αγγέλους, οι οποίοι έρχονταν να παραλάβουν την ψυχή του. Τότε ψιθύρισε τον ψαλμό του Δαβίδ : “Κύριε, επί σοι ήλπικα”. Και λέγοντας: “Εις χείρας σου, Κύριε, παρατίθημι το πνεύμα μου”, έκλεισε με ειρήνη τα μάτια του.

Η είδηση του θανάτου του προκάλεσε βαθύτατη θλίψη. Τα δάκρυα χύθηκαν άφθονα και η πόλη των Μύρων γέμισε από στεναγμούς. Η κηδεία ήταν μεγαλοπρεπής. Το λείψανο του Αγίου βρίσκεται στη Βάρη της Ιταλίας. Η μνήμη του παραμένει ζωντανή και η επίκληση της μεσιτείας του εξακολουθεί μέχρι σήμερα να συντελεί σε πολλά θαύματα και στην ξηρά και στη θάλασσα.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’

Κανόνα πίστεως, καὶ εἰκόνα πραότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια· διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ ἱεράρχα Νικόλαε· πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε

Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, πηγάζεις, Νικόλαε, τῇ οἰκουμένῃ ἀεί, θαυμάτων τὰ ῥεύματα, παύεις τῶν πολυπλόκων, πειρασμῶν τὰς ἐφόδους, σῴζεις τοῦς ἐν κινδύνοις, ὡς θερμὸς ἀντιλήπτωρ· διὸ τὴν προστασίαν σου, πάντες κηρύττομεν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’ . Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ἐν τοῖς Μύροις Ἅγιε, ἱερουργὸς ἀνεδείχθης· τοῦ Χριστοῦ γὰρ Ὅσιε, τὸ Εὐαγγέλιον πληρώσας, ἔθηκας τὴν ψυχήν σου ὑπὲρ λαοῦ σου, ἔσῳσας τοὺς ἀθῴους ἐκ τοῦ θανάτου· διὰ τοῦτο ἡγιάσθης, ὡς μέγας μύστης Θεοῦ τῆς χάριτος.

Μεγαλυνάριον

Ὀρφανῶν προστάτην σε καὶ χηρῶν, πεινώντων τροφέα, πενομένων τε πλουτιστήν, αἰχμαλώτων ῥύστην, πλεόντων τε σωτῆρα, κεκτήμεθα παμμάκαρ, σοφὲ Νικόλαε.