Ο άγιος Αμβρόσιος

Επίσκοπος Μεδιολάνων

7η Δεκεμβρίου

Ο Αμβρόσιος, διακεκριμένος Ρωμαίος πολίτης, γεννήθηκε περίπου το 340 μ.Χ. (κατ’ άλλους το 335 μ.Χ.) στα Τρέβηρα. Ο πατέρας του ήταν έπαρχος της Γαλλίας. Πέθανε, όμως, πρόωρα και η μητέρα του κατέφυγε στη Ρώμη, προκειμένου να συνεχίσει την ανατροφή των παιδιών της. Ο Αμβρόσιος σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία και νομική. Λόγω της μόρφωσης και των πνευματικών αρετών του έγινε μέλος της Συγκλήτου της Ρώμης. Επειδή μάλιστα οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν αλάνθαστες, τιμήθηκε με το αξίωμα του ηγεμόνα ολόκληρης της Ιταλίας! Στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) ασχολήθηκε με το επάγγελμα του δικαστή. Φύλαγε με λόγια και έργα την αλήθεια και απέδιδε αντικειμενικά τη δικαιοσύνη, αν και δεν είχε βαπτιστεί ακόμη χριστιανός. Όσον αφορά σ’ αυτό, όμως, απαντά ο θεόπνευστος λόγος της Αγίας Γραφής: «Σε κάθε έθνος, όποιος σέβεται τον Θεό και πολιτεύεται στη ζωή του με δικαιοσύνη, είναι δεκτός απ’ Αυτόν και είναι δυνατόν να αρέσει σ΄ Αυτόν». Και πράγματι, ο Αμβρόσιος με τη ζωή του άρεσε στον Θεό. Γι’ αυτό και τον αξίωσε να βαπτιστεί χριστιανός, να γίνει έπειτα αναγνώστης και, αφού μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα πέρασε όλους τους εκκλησιαστικούς βαθμούς, μετά από απόφαση του βασιλιά Ουαλεντιανού του Α΄ χειροτονήθηκε επίσκοπος Μεδιολάνων. Όταν πέθανε ο Αρχιερέας των Μεδιολάνων και παρότι ο Άγιος δεν είχε ακόμη βαπτιστεί, ανέλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο! Ως επίσκοπος, ο Αμβρόσιος ποίμανε άριστα το ποίμνιό του, αγωνίστηκε κατά των αιρέσεων και συνέγραψε βιβλία, στα οποία αντιμαχόταν τους αιρετικούς. Αλλά και στο βασιλιά Θεοδόσιο δεν επέτρεψε να εισέλθει στο ναό, παρά μόνο όταν μετάνιωσε ειλικρινά για τους φόνους που έκανε στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης. Ο Αμβρόσιος πέθανε ειρηνικά το 397 μ.Χ. σε ηλικία 57 χρονών.

Περισσότερα...

Ανήκει στους Λατίνους εκκλησιαστικούς διδασκάλους και Πατέρες κι έζησε τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Ο πατέρας του, Αμβρόσιος ονομαζόμενος κι αυτός, είχε χρηματίσει έπαρχος της Cisalpine, ρωμαϊκής επαρχίας που βρίσκεται μεταξύ των Άλπεων, της Αδριατικής και των Απεννίνων. Η οικογένειά τους από πολύ παλιά είχε αναδείξει διακεκριμένους γόνους, οι οποίοι ανήλθαν σε μεγάλα αξιώματα.

Ο υιός Αμβρόσιος γεννήθηκε περί το 340 μ.Χ. στην πόλη Trenes. Προικισμένος με πολλά χαρίσματα, δέχτηκε λαμπρή εκπαίδευση. Μετά το θάνατο του πατέρα του, που συνέβη στη νεανική ηλικία του Αμβροσίου, πήγε με τη μητέρα του και τα αδέλφια του, Σάτυρο και Μαρκελλίνη, στη Ρώμη. Εκεί παρακολούθησε ανώτερα μαθήματα, κυρίως στη ρητορική, τη φιλοσοφία και τα νομικά , από τους διδασκάλους Αιμίλιο Πρόβο και Σύμμαχο. Επιστρέφοντας στα Μεδιόλανα ασχολήθηκε για κάποιο χρόνο με το δικανικό επάγγελμα. Η μεγάλη προκοπή του, ο λαμπρός χαρακτήρας του και η οικογενειακή του επιρροή παρακίνησαν τον αυτοκράτορα Ουαλεντινιανό τον Α΄ να τον διορίσει το 373 μ.Χ. αυτοκρατορικό επίτροπο των επαρχιών Λιγυρίας και Αιμιλίας με έδρα τα Μεδιόλανα. Η διοίκηση του Αμβροσίου διακρινόταν από σύνεση, αμεροληψία, δικαιοσύνη και στοργή. Και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ορθόδοξοι, αρειανοί και ειδωλολάτρες να μιλούν με τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Αλλά στο αξίωμα αυτό δεν παρέμεινε για πολύ καιρό. Ένα χρόνο αργότερα πέθανε ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αυξέντιος, που ανήκε στην παράταξη των αρειανών. Τότε οι αρειανοί ζήτησαν να εκλεγεί διάδοχός του επίσκοπος που να ασπάζεται τις απόψεις του αρειανισμού. Από την άλλη μεριά, οι ορθόδοξοι ζητούσαν να προτιμηθεί ορθόδοξος ιεράρχης. Κάποια μέρα που οι επίσκοποι ήταν συγκεντρωμένοι στο ναό και διαφωνούσαν, στην αγορά επικρατούσαν λογομαχίες, ταραχή και συγκρούσεις. Λίγο ήθελε να προκληθεί αιματοχυσία. Σε εκείνη την κρίσιμη στιγμή ακούστηκαν φωνές από τα πλήθη: “Ο Αμβρόσιος επίσκοπος”. Ο λόγος αυτός επέφερε τη συνδιαλλαγή και τη συνεννόηση. Σε λίγη ώρα, όλος ο λαός ζητούσε να γίνει επίσκοπος ο Αμβρόσιος.

Ο Αμβρόσιος, όμως, ήταν κατηχούμενος ακόμα. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως ούτε η μελέτη της Αγίας Γραφής δεν ήταν συστηματική στη ζωή του. Για κάποιες μέρες κρύφτηκε από το φίλο του Λεόντιο. Αλλά η επίμονη και ανένδοτη φωνή του λαού έγινε γι’ αυτόν επιτακτική φωνή του Θεού. Και δέχτηκε. Βαπτίστηκε λοιπόν την 30η Νοεμβρίου, έπειτα χειροτονήθηκε διάκονος και ακολούθως πρεσβύτερος. Μετά από οκτώ ημέρες, 7 Δεκεμβρίου, ανήλθε στο αρχιεπισκοπικό αξίωμα.

Ο Αμβρόσιος, με πλήρη συνείδηση των ποιμαντικών ευθυνών του, ασχολήθηκε αμέσως με τη συστηματική μελέτη των αγίων Γραφών. Αλλά και πριν ακόμα γίνει βαθύτερος γνώστης της Αγίας Γραφής, δεν παραμέλησε τη διδασκαλία του ποιμνίου του και είναι αξιοθαύμαστη η ειλικρίνεια με την οποία διακήρυξε την ανεπάρκειά του αυτή. ‘‘Αρπάζοντάς με’’, έλεγε, ‘‘από τα δικαστήρια προς την ιεροσύνη, άρχισα να διδάσκω σε σας αυτά που εγώ δεν διδάχτηκα. Κι έτσι οφείλω να διδάσκω και να διδάσκομαι και ο ίδιος, αφού δεν υπήρχε πρότερος χρόνος που να μπορούσα να διδαχτώ’’.

Η ατέλειά του αυτή καλυπτόταν από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του πνεύματος και της καρδιάς του και από την ισχυρή και περίλαμπρη ευγλωττία και ρητορική του.

Δεν άργησε να λάβει και ευρεία θεολογική πολυμάθεια. Γι’ αυτό, εκτός των όσων αντλούσε από τις Γραφές, σπούδαζε αδιάλειπτα και τους αρχαίους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και, κυρίως, τον Μέγα Βασίλειο. Κήρυττε δε τακτικά την Κυριακή, κάποιες φορές μάλιστα και από δύο φορές.

Ο Αμβρόσιος αποδείχτηκε εφάμιλλος των ενδοξότερων ποιμεναρχών της Εκκλησίας και στη φιλανθρωπία και στην ελεημοσύνη και στην αυταπάρνηση. Μόλις έγινε επίσκοπος, μοίρασε όλη την περιουσία του, διαθέτοντας τα μεν ακίνητα υπέρ των αναγκών της Εκκλησίας, τα δε κινητά υπέρ των φτωχών. Προκειμένου για εξαγορά αιχμαλώτων, ήταν τόσο ζωηρή γι’ αυτόν η συναίσθηση αυτού του καθήκοντος, ώστε σε απόλυτη ανάγκη δεν δίσταζε να πουλήσει και εκκλησιαστικά σκεύη, εκτός – εννοείται – των σκευών που είχαν καθιερωθεί για την τέλεση των Μυστηρίων.

Έτσι, το 378 μ.Χ. οι Γότθοι, έχοντας λεηλατήσει τη Θράκη και την Ιλλυρία, έφεραν προς πώληση πολλούς χριστιανούς αιχμαλώτους και στα Μεδιόλανα. Ο Αμβρόσιος, επειδή δεν είχε αρκετά χρήματα, διέταξε να λιώσουν και να μεταβάλουν σε νομίσματα χρυσά σκεύη της Εκκλησίας. Οι οπαδοί του Αρείου τον κατηγόρησαν γι’ αυτό, νομίζοντας ότι τους δίνεται η ευκαιρία να τον διαβάλουν στο λαό. Αλλά ο ευσεβής Ποιμενάρχης τούς αποστόμωσε λέγοντας ότι ο Θεός ενδιαφέρεται περισσότερο για τις ψυχές παρά για το χρυσό, και ότι σώζοντας τη ζωή των αντρών και την τιμή των γυναικών, παρείχε και προς την πίστη υπηρεσία, διότι οι βάρβαροι θα εξανάγκαζαν και τους αιχμάλωτους γονείς και τα παιδιά τους να μπουν στην ειδωλολατρία. Λιγότερο λαμπρός ο Αμβρόσιος στις συγγραφές του, διακρίθηκε για τη μεγάλη του επιβολή ως εκκλησιαστικός ρήτορας. Και το γεγονός ότι μια ομιλία του ήταν αρκετή για να σαγηνεύσει και να φέρει αιχμάλωτο και μετανιωμένο στην Εκκλησία τον μέγα Αυγουστίνο, μένει σαν το καλύτερο στεφάνι του ρητορικού του ταλέντου και της ψυχής του, που μπορούσε να δονεί τις πιο μύχιες χορδές της ανθρώπινης καρδιάς.

Μέγας υπήρξε ο Αμβρόσιος και για το ηθικό του σθένος, το ελεύθερο φρόνημα και την αλύγιστη τόλμη απέναντι στους ισχυρούς της γης. Ο αυτοκράτορας Γρατιανός, πρωτότοκος γιος του Ουαλεντιανού του Α΄ και της Ιουστίνης, φονεύθηκε από το στρατηγό Μάξιμο, τον οποίο ανακήρυξαν αυτοκράτορα οι ρωμαϊκές λεγεώνες της Μεγάλης Βρετανίας. Η χήρα αυτοκράτειρα και βασιλομήτωρ Ιουστίνη, αν και οπαδός του Αρείου και γι’ αυτό εχθρική προς τον Αμβρόσιο, φοβούμενη μήπως ο Μάξιμος επιτεθεί στην Ιταλία, παρακάλεσε τον Επίσκοπο να πρεσβεύσει σ’ αυτόν. Εκείνος δέχτηκε, πήγε στον Μάξιμο και τον έπεισε να περιοριστεί αρχικά στη Γαλλία, τη Βρετανία και την Ισπανία. Και ήταν τόση η ηθική επιβολή του Αμβροσίου, ώστε ο νέος εκείνος βασιλιάς δέχτηκε τον αποκλεισμό του από τη Θεία Κοινωνία, μέχρι να εκτελεστεί ο κανόνας μετανοίας που του είχε επιβληθεί. Φυσικό ήταν να ευγνωμονεί γι’ αυτό η Ιουστίνη. Αλλά αυτή, όταν πέρασε ο κίνδυνος, άρχισε να ραδιουργεί εναντίον του Αμβροσίου, που τον θεωρούσε ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επαναφορά του αρειανισμού στα Μεδιόλανα, τον οποίο έδιωξε με τα κηρύγματα και την επιρροή του. Στην αρχή, συγκεντρώνοντας διάφορους δικούς της ανθρώπους με δώρα και κάθε είδους υποσχέσεις, επιχείρησε να τον αρπάξει λαθραία και να τον στείλει σε μακρινή εξορία. Αλλά η επιβουλή έγινε γνωστή και οι άνθρωποι που φύλαγαν την άμαξα συνελήφθησαν και ο λαός τους έδιωξε από την πόλη.

Η Ιουστίνη τότε ζήτησε στο όνομα του δεύτερου γιου της και ήδη βασιλιά, Ουαλεντινιανού του Β΄, να παραχωρήσει ο Αμβρόσιος την Πορτιανή ονομαζόμενη εκκλησία, που βρισκόταν έξω από την πόλη, για να πανηγυρίσει εκεί μαζί με πολλούς οπαδούς του Αρείου από τα Μεδιόλανα την εορτή του Πάσχα. Ο Αμβρόσιος, φυσικά, αρνήθηκε. Παραχωρώντας τον ορθόδοξο ναό για έναν τέτοιο σκοπό, ουσιαστικά θα αναγνώριζε τον αρειανισμό. Αλλά η Ιουστίνη, με πληγωμένο εγωισμό, προέβαλε νέα, ακόμη θρασύτερη αξίωση. Απαίτησε, δηλαδή, να της παραχωρηθεί μεγαλύτερος ναός, αυτός της Νέας Βασιλικής, ο οποίος βρισκόταν εντός της πόλεως. Ο Αμβρόσιος αρνήθηκε και πάλι. Τότε η βασιλομήτωρ, την Κυριακή των Βαΐων, ενώ ο Επίσκοπος λειτουργούσε στη Νέα Βασιλική, έστειλε κρυφά στρατιώτες να καταλάβουν την Πορτιανή και να εγκαταστήσουν σ’ αυτήν τον αρειανό ιερέα Κάστουλο. Η είδηση διαδόθηκε αμέσως στην πόλη και πλήθος κόσμου έδιωξε τον αρειανό λειτουργό. Αλλά ο γενικός κοχλασμός δεν αρκέστηκε σε αυτό μόνο. Η έξαψη των ορθοδόξων υπήρξε τόσο μεγάλη κατά της Ιουστίνης, ώστε απειλήθηκε με επανάσταση. Και μόλις που πρόλαβαν την έκρηξη της επανάστασης χάρις στις παρακλήσεις και τις συμβουλές ιερέων και διακόνων που είχε στείλει ο Αμβρόσιος.

Η αγία και Μεγάλη Τετάρτη φώτισε μια δραματική σκηνή. Ο βασιλιάς Ουαλεντινιανός ο Β΄ είχε ήδη διατάξει στρατιώτες να κυκλώσουν τη Νέα Βασιλική παρακινούμενος από τη μητέρα του. Οι ορθόδοξοι εξεγέρθηκαν, αλλά ο μέγας Επίσκοπός τους έβλεπε ότι μπορούσε να συμβεί αιματοχυσία. Διέταξε, λοιπόν, να μη γίνει καμιά αντίσταση ούτε επίθεση κατά των στρατιωτών, απειλώντας με αφορισμό εκείνους οι οποίοι θα τον παράκουγαν. Και συνέβη τότε κάτι παράδοξο, το οποίο αποδεικνύει τη μεγάλη και ακαταμάχητη επιρροή του Αμβροσίου. Μεταξύ αυτών των στρατιωτών που είχαν σταλεί να καταλάβουν τη Νέα Βασιλική, πολλοί, αφήνοντάς την, έσπευσαν στην Παλαιά Βασιλική, όπου πληροφορήθηκαν ότι βρίσκεται ο Επίσκοπός τους. Τον βρήκαν να εκφωνεί λόγο με αφορμή μία περικοπή από το βιβλίο του Ιώβ. Και μιλώντας για πειρασμούς, μεταφέροντας την ομιλία στον εαυτό του και σε αυτά που συνέβαιναν τότε, είπε με τη δύναμη και την ελευθερία της ψυχής του: «Με προστάζουν να παραδώσω τη Βασιλική. Εγώ απαντώ: ούτε σ’ εμένα είναι θεμιτό να παραδώσω ούτε εσένα, αυτοκράτορα, συμφέρει να την παραλάβεις. Το σπίτι ενός ανθρώπου δεν έχεις εξουσία να αρπάξεις και νομίζεις ότι μπορείς να τολμήσεις να αφαιρέσεις τον οίκο του Θεού; Στον αυτοκράτορα, λένε, όλα είναι θεμιτά και όλα του ανήκουν. Εγώ απαντώ: μη νομίζεις μάταια ότι ως αυτοκράτορας έχεις κάποιο δικαίωμα και στα θεία πράγματα. Μην υπερηφανεύεσαι, αλλά αν θέλεις ο Θεός να σε προστατεύει, να υποταχθείς σε Αυτόν. Η Γραφή λέει: “τα του Θεού τω Θεώ και τα Καίσαρος Καίσαρει”. Στον Καίσαρα τα παλάτια, στον ιερέα η Εκκλησία. Αλλά λένε εκ μέρους του αυτοκράτορα: κι εγώ πρέπει να έχω εκκλησία. Εγώ απαντώ: τι κοινό έχεις με τη μοιχαλίδα, δηλαδή την εκκλησία των αρειανών»;

Όλη την ημέρα και τη νύχτα εκείνη ο Αμβρόσιος έμεινε μέσα στο ναό μαζί με πλήθος λαού ψάλλοντας και υμνώντας. Στο μεταξύ, ο Ουαλεντινιανός ο Β΄ συνήλθε. Καταλαβαίνοντας ότι χωρίς τη σύνεση του Επισκόπου η επανάσταση θα ξεσπούσε, διέταξε τους στρατιώτες του να αποχωρήσουν από τη Νέα Βασιλική. Η είδηση έφερε μεγάλη χαρά σε όλο το λαό και οι στρατιώτες έτρεχαν στα ορθόδοξα θυσιαστήρια και τα ασπάζονταν.

Το επόμενο έτος, 386 μ.Χ., ξεκίνησε νέος αγώνας. Η Ιουστίνη είχε αποφασίσει να εκδικηθεί τον Αμβρόσιο και να ικανοποιήσει τις αρειανές της συμπάθειες. Έπεισε, λοιπόν, τον αυτοκράτορα γιο της να εκδώσει νόμο που θα επέτρεπε στους αρειανούς να εκκλησιάζονται, τιμωρώντας με θάνατο τους ορθοδόξους που θα αντιστέκονταν σ’ αυτόν. Και τότε ζητήθηκε από τον Αμβρόσιο και πάλι να παραδώσει στους αρειανούς την εκκλησία της Πορτιανής. Αλλά η βασιλική αυθαιρεσία βρήκε αντιμέτωπη την ίδια επισκοπική άρνηση. Και ο σθεναρός Ποιμενάρχης αναφώνησε: ‘‘Ο Ναβουθαί δεν θέλησε να παραδώσει στο βασιλιά Αχαάβ τον αμπελώνα τον οποίο είχε από τους πατέρες του κληρονομιά και πρέπει εγώ να παραδώσω την κληρονομιά του Χριστού; O Θεός να με φυλάξει από το να παραδώσω την κληρονομιά των πατέρων μου, την κληρονομιά του αγίου Διονυσίου που πέθανε στην εξορία υπέρ της πίστεως, την κληρονομιά του ομολογητού Ευστοργίου, την κληρονομιά του αγίου Μυροκλέους και τόσων άλλων αγίων επισκόπων προκατόχων μου’’.

Ο αυτοκράτορας, μην περιμένοντας την τόση τόλμη, εξοργίστηκε φοβερά. Χωρίς να σκεφτεί τις συνέπειες, αποφάσισε να συλλάβει και να εξορίσει τον Αμβρόσιο. Αλλά αυτός μαζί με τον ορθόδοξο κλήρο έμεινε αρκετές μέρες και νύχτες μέσα στο ναό, ενώ ο λαός των Μεδιολάνων φρουρούσε μέσα και έξω έτοιμος να θυσιαστεί υπέρ του Επισκόπου. Ο αυτοκράτορας, θεωρώντας επικίνδυνη τη βία, αποπειράθηκε να επιτύχει με δόλο. Μέσω του δημάρχου Δαλματίου κάλεσε τον Αμβρόσιο να προσέλθει στα ανάκτορα για να συζητήσει, παρουσία διακεκριμένων αρχόντων, με τον επίσκοπο των αρειανών Αυξέντιο. Αλλά η επιβουλή δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Αμβρόσιος απάντησε ότι στα ζητήματα της πίστης και της εκκλησιαστικής διδασκαλίας κριτές μπορούν να γίνουν μόνο επίσκοποι. Βασιλιάς και βασιλομήτωρ, τότε, κατάλαβαν ότι κρυβόταν μεγάλος κίνδυνος στη σύγκρουσή τους με έναν τέτοιο ήρωα της Εκκλησίας και τον άφησαν ήσυχο.

Η ηρεμία εκείνη θα ήταν βέβαια προσωρινή, γιατί στο μεταξύ συνέβη κάτι το απροσδόκητο. Ο Μάξιμος, για τον οποίο μιλήσαμε παραπάνω, λησμονώντας τη συνθήκη που είχε συνάψει και καταπατώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον Αμβρόσιο, εισέβαλε το 387 μ.Χ. στην Ιταλία αναγκάζοντας τον Ουαλεντινιανό τον Β΄ και την Ιουστίνη να ζητήσουν τη σωτηρία τους στη Θεσσαλονίκη.

Στην Ανατολή τότε βασίλευε ο Θεοδόσιος ο Μέγας, ο προστάτης της Ορθοδοξίας, ο οποίος έδωσε άσυλο στους εστεμμένους φυγάδες. Αλλά περισσότερο από τη θλιβερή τους τύχη, τον Μέγα Θεοδόσιο λυπούσε το γεγονός ότι ο Ουαλεντινιανός ο Β΄ είχε μολυνθεί από την αρειανή αίρεση. Φρόντισε, λοιπόν, πρώτα απ’ όλα να τον νουθετήσει και να τον επαναφέρει στο ορθόδοξο φρόνημα κι έπειτα, αναλαμβάνοντας επικεφαλής του στρατού στην Παννονία, κατέστρεψε τις εκεί δυνάμεις του Μαξίμου. Μετά, περνώντας και τις Άλπεις, έφτασε και συνέλαβε τον Μάξιμο στην Ακυληία το έτος 388 μ.Χ. και τον καταδίκασε σε θάνατο.

Στα Μεδιόλανα γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο υπέροχοι άνθρωποι, ο Θεοδόσιος και ο Αμβρόσιος. Ο αυτοκράτορας υποκλίθηκε ευλαβικά μπροστά στον μεγάλο πρόμαχο της Εκκλησίας και της πίστης. Ο δε Αμβρόσιος τίμησε τον δαφνοστεφανωμένο βασιλιά, ο οποίος υπήρξε στήριγμα της αυτοκρατορίας, αλλά και ευσεβέστατος και ενεργητικός προστάτης της Ορθοδοξίας.

Ο Θεοδόσιος έμεινε στα Μεδιόλανα μέχρι το Μάιο του 389 μ.Χ. Κατά το διάστημα αυτό, δύο φορές το καθήκον του επισκόπου έκανε τον Αμβρόσιο να επιδείξει το μεγαλείο και το κύρος της Εκκλησίας στον μεγάλο αυτοκράτορα.

Το πρώτο γεγονός ήταν το εξής: σε κάποια πόλη της Μεσοποταμίας, το Καλλίνικο, οι Ιουδαίοι και οι αιρετικοί ουαλεντινιανοί παρενοχλούσαν ποικιλοτρόπως και ενέπαιζαν τους ορθοδόξους. Όταν, λοιπόν, πυρπολήθηκε η εκεί συναγωγή των Ιουδαίων και ο ναός των αιρετικών, ο Θεοδόσιος, λαμβάνοντας έκθεση του κόμη της Ανατολής, διέταξε να τιμωρηθούν προσωπικά όλοι οι ορθόδοξοι κι ο επίσκοπός τους να ανοικοδομήσει με δικά του έξοδα τις καμμένες οικοδομές. Ο αυτοκράτορας χωρίς άλλη ανάκριση και βεβαίωση προχώρησε σε αυτήν την απόφαση, η οποία πολύ πιθανόν να μην ανταποκρινόταν σε ό,τι πραγματικά είχε συμβεί. Έπειτα, ήταν ένοχοι όλοι οι ορθόδοξοι της πόλης εκείνης; Εκτός αυτού, αν Εβραίοι και αιρετικοί χλεύαζαν και προκαλούσαν τους ορθοδόξους, δεν υπήρχε κίνδυνος να γενικευτεί αυτή η θρασύτητα, αν γινόταν γνωστό ότι ο αυτοκράτορας αποφασίζει κατ’ αυτό τον τρόπο σε τέτοιες περιπτώσεις; Αξίωσε, λοιπόν, ο Αμβρόσιος από τον αυτοκράτορα να μην εμμείνει στην απόφασή του. Αλλά ο Θεοδόσιος ήταν αμετάπειστος. Τότε ο Αμβρόσιος μεταχειρίστηκε τον άμβωνα για να υποχωρήσει ο θρόνος. Μιλώντας στην Εκκλησία παρόντος του Θεοδοσίου, παρακάλεσε με λαμπρό και συγκινητικό τρόπο να αποδοθεί χάρη και δικαιοσύνη στους χριστιανούς που είχαν κατηγορηθεί. Κι έπειτα, αφού κατέβηκε από τον άμβωνα, σταμάτησε τη Λειτουργία πληροφορώντας τον αυτοκράτορα ότι δεν είχε δυνάμεις να προχωρήσει, σκεπτόμενος ότι οι εχθροί της Ορθοδοξίας θα χαρούν και θα χλευάσουν σε βάρος της. Ο Θεοδόσιος συγκινήθηκε και ανακάλεσε τη διαταγή.

Το δεύτερο γεγονός είναι ακόμα πιο δραματικό και αναδεικνύει εξίσου τόσο το νικητή, όσο και το νικημένο.

Ο δήμος της Θεσσαλονίκης, ζητώντας την αποφυλάκιση ενός οδηγού άρματος του ιπποδρόμου που είχε φυλακιστεί για ένα αισχρό έγκλημα, δεν εισακούστηκε και προέβη σε μανιακό διάβημα μαρτυρώντας πόσο ανάγωγοι και συρφετώδεις ήταν οι όχλοι εκείνο τον καιρό. Με το κίνημά τους έφτασαν να φονεύσουν τον αρχιστράτηγο του στρατού, που βρισκόταν στην Ιλλυρία και λεγόταν Βουθερίκος, και μαζί του και πολλούς άλλους αξιωματικούς. Μάλιστα, η κακουργία τους έφτασε σε τέτοια κτηνώδη ύβρη, ώστε τα νεκρά σώματά τους τα έσυραν στους δρόμους. Η είδηση, όπως ήταν φυσικό, εξόργισε τον Θεοδόσιο, ο οποίος θέλησε να επιβάλλει παραδειγματική ποινή. Ο Αμβρόσιος τον παρακάλεσε να μη βιαστεί να πάρει αποφάσεις εν θερμώ, αλλά να προσέξει μην τυχόν τιμωρήσει και αθώους μαζί με τους ενόχους. Ο αυτοκράτορας, που ενδιαφερόταν για τη δικαιοσύνη, του το υποσχέθηκε. Αλλά οι άλλοι άρχοντες του τόνιζαν ότι σε τέτοιο έγκλημα που συμμετείχαν τόσες χιλιάδες ανθρώπων, μια λεπτομερής ανάκριση θα ανέβαλλε επ’ άοριστον την τιμωρία και θα τη ματαίωνε, γεγονός που θα αποθράσυνε τους όχλους και θα αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Ο Θεοδόσιος πείστηκε από αυτές τις παρατηρήσεις και, φοβούμενος μήπως μία ελαφρότερη τιμωρία δεν θεωρηθεί ικανοποιητική, απέστειλε διάταγμα σφαγής κατά του λαού της Θεσσαλονίκης στον ιππόδρομο εκείνο, για του οποίου τη μανία σφαγιάστηκε ο Βουθερίκος και οι αξιωματικοί. Προσκλήθηκε, λοιπόν, ο λαός στον ιππόδρομο δήθεν για αγώνες. Κι όταν γέμισε από κόσμο, οι στρατιώτες τούς επιτέθηκαν με γυμνά ξίφη και σε διάστημα τριών ωρών θανατώθηκαν εφτά χιλιάδες!

Η είδηση, φτάνοντας στα Μεδιόλανα, λύπησε τον Αμβρόσιο. Από τη μία πλευρά ο Αμβρόσιος δεν έκρινε πρέπον και σκόπιμο να δει προσωπικά τον Θεοδόσιο, μήπως τυχόν και η συζήτησή τους δώσει αφορμή για σφοδρότερα λόγια, κι από την άλλη δεν ήθελε να επικοινωνήσει με αυτόν που έδωσε τη διαταγή τέτοιας σφαγής. Πήγε, λοιπόν, στην εξοχή κι αφού άφησε να περάσουν κάποιες μέρες, έγραψε επιστολή προς τον αυτοκράτορα, η οποία έδειχνε πόσο τρομερό υπήρξε το έγκλημα αυτό. Μεταξύ άλλων έγραφε: «Το αμάρτημα δεν εξαλείφεται παρά μόνο με δάκρυα και μετάνοια. Ούτε άγγελοι ούτε αρχάγγελοι μπορούν να το συγχωρήσουν διαφορετικά. Ο ίδιος ο Κύριος δεν παρέχει την άφεση παρά μόνο στους μετανοούντες. Σε συμβουλεύω, σε παρακαλώ, σε προτρέπω, σε παραινώ. Δεν τολμώ να επιτελέσω την Αγία Προσφορά, αν θελήσεις να παρευρεθείς σε αυτήν».

Ο Θεοδόσιος ταράχτηκε. Τι έπρεπε να κάνει, όμως; Εκκλησιαζόταν τακτικά και θεωρούσε βαριά στέρηση την απουσία, έστω και μία μόνο Κυριακή, από το ναό. Έπειτα, γνωρίζοντας πως διέταξε ό,τι διέταξε λόγω της απαραίτητης ανάγκης του κράτους και εξασφάλισης της δημόσιας τάξης, δεν έβρισκε σωστές σε όλα τις παρατηρήσεις του Επισκόπου. Πήγε, λοιπόν, όπως συνήθιζε στο ναό. Αλλά ο Αμβρόσιος πρόσεχε και, πληροφορούμενος ότι ο αυτοκράτορας έρχεται, έτρεξε και τον συνάντησε έξω από τα πρόθυρα και εμπόδισε την είσοδό του.

Ο Θεοδόσιος στην περίπτωση αυτή φέρθηκε αξιόλογα. Ενώ θα μπορούσε με την εξουσία του να αναστηλώσει το ταπεινωμένο κύρος του, δεν οργίστηκε για την τόλμη του Επισκόπου, δεν θύμωσε με τη δημόσια επιτίμηση που του έγινε, αλλά μόνο θύμισε στον Αμβρόσιο ότι ο Δαβίδ και σε μοιχεία και σε ανθρωποκτονία υπέπεσε. Αμέσως ο Επίσκοπος άρπαξε φιλόστοργα την ευκαιρία. “Όπως, λοιπόν, μιμήθηκες τον Δαβίδ στην αμαρτία του”, του είπε, “έτσι να τον μιμηθείς και στη μετάνοια”. Ο βασιλιάς βρήκε τη συμβουλή σωστή. Ο πανίσχυρος αυτός άρχοντας έφυγε σαν ο τελευταίος των υπηκόων του και μόνο μετά από οκτώ μήνες, στην εορτή των Χριστουγέννων, εξομολογήθηκε δημόσια το αμάρτημά του γονατιστός και ζήτησε συγχώρεση. Ο Αμβρόσιος τότε τον δέχτηκε στη Θεία Κοινωνία.

Ο μέγας αυτός Επίσκοπος των Μεδιολάνων συμμετείχε το 381 μ.Χ. στη Σύνοδο της Ακυληίας, στην οποία καθαιρέθηκαν οι αρειανοί επίσκοποι Παλλάδιος και Σεκουδιανός. Στις αρχές του επόμενου έτους, 382 μ.Χ., προήδρευσε της Συνόδου των Επισκόπων της Ιταλίας, που έγινε στα Μεδιόλανα και που αφορούσε την εμπόδιση της εξάπλωσης της αίρεσης του Απολιναρίου. Το ίδιο έτος παρευρέθη και στη Σύνοδο της Ρώμης, που συγκροτήθηκε από τον Πάπα Δάμασο. Μετείχε επίσης το 391 μ.Χ. και στη Σύνοδο της Καπύης.

Η φήμη του Αμβροσίου είχε περάσει τα σύνορα της χώρας. Το 390 μ.Χ. άντρες ονομαστοί από την Περσία πήγαν και τον βρήκαν ζητώντας τη λύση διαφόρων ζητημάτων και αποχώρησαν εξυμνώντας τη σοφία και την πειθώ του.

Το 395 μ.Χ. η βασίλισσα των Μαρκομάνων, Φριτιγίλα, ζήτησε και έλαβε γραπτή διδασκαλία για τη χριστιανική πίστη.

Ο μεγάλος αυτός αγωνιστής έφτανε στο τέρμα του σταδίου του. Το Μάρτιο του 397 μ.Χ. τέλεσε την τελευταία επισκοπική του ιερουργία χειροτονώντας τον επίσκοπο της εν Τικίνω Εκκλησίας. Αμέσως μετά ασθένησε. Η είδηση αυτή προκάλεσε μοναδική συγκίνηση. Ο στρατηγός Στελίχων, άντρας ανδρείος και ευσεβής, διακήρυξε ότι ο θάνατος ενός τέτοιου ανθρώπου θα ήταν τεράστια συμφορά όχι μόνο για την Εκκλησία, αλλά και για την Ιταλία ολόκληρη. Μάζεψε τους πλέον διακεκριμένους και ευγενείς άντρες της πόλης και προσευχήθηκαν όλοι μαζί για να παραταθεί η ζωή του Αμβροσίου. Όταν το έμαθε ο Αμβρόσιος είπε: «Έζησα ανάμεσά σας έτσι, ώστε δεν ντρέπομαι να ζήσω περισσότερο καιρό. Αλλά δεν φοβούμαι το θάνατο, διότι έχουμε αγαθό Κύριο».

Η ώρα της εξόδου τού ακούραστου εργάτη και διδασκάλου του Ευαγγελίου είχε φτάσει. Στις 4 Απριλίου του 397 μ.Χ., τη νύχτα της Αγίας και Μεγάλης Παρασκευής, μέσα στα μύρα της άνοιξης, η ευωδιαστή σαν θυμίαμα ψυχή του ανέβαινε στους ουρανούς σε ηλικία 57 ετών. Το πρωί το λείψανό του μεταφέρθηκε στη μεγάλη εκκλησία, όπου προσήλθαν χιλιάδες άνθρωποι για να ασπαστούν για τελευταία φορά εκείνον, ο οποίος αφιέρωσε σ’ αυτούς τη ζωή του και τους καθοδήγησε στους φωτεινούς και σωτήριους δρόμους της πίστης και της ελπίδας. Τη λαμπρή ημέρα της Αναστάσεως τελέστηκε η κηδεία, την οποία συνόδευσε αμέτρητο πλήθος απ’ όλες τις τάξεις. Παρευρέθηκαν ακόμα και Ιουδαίοι και ειδωλολάτρες, διότι κι αυτοί δεν εξαιρούνταν από τις φιλανθρωπίες του Αμβροσίου, ο οποίος μιμήθηκε τον Ουράνιο Πατέρα, που ευεργετεί τους πάντες ανεξάρτητα από θρησκεία ή φυλή.

Έτσι, ο μέγας Αμβρόσιος δικαίωσε σε όλα τους επαίνους και τις ελπιδοφόρες προβλέψεις, τις οποίες κατά τη χειροτονία του εξέφρασε ο Μέγας Βασίλειος.

Από τα συγγράμματά του κάποια είναι ομιλίες.

Ἀπολυτίκιον

Ὡς θεῖος διδάσκαλος, καὶ ἱεράρχης σοφός, δογμάτων ἀκρίβειαν, μυσταγωγεῖς τοὺς πιστούς, Ἀμβρόσιε ὅσιε· λύεις αἱρετιζόντων, τὴν ἀχλὺν τοῖς σοῖς λόγοις· φαίνεις τῆς εὐσεβείας, τὴν θεόσδοτον χάριν, ἐν ᾗ τοὺς σὲ γεραίροντας, συντήρει ἀπήμονας.